σηπτικός: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(37) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σηπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σηπτός]]<br />αυτός που προξενεί [[σήψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> α) μολυσμένος με μικρόβια («σηπτικό [[περιβάλλον]]»)<br />β) αυτός που οφείλεται σε [[σηψαιμία]] (α. «[[σηπτικός]] [[πυρετός]]» β. «σηπτική [[εμβολή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σηπτικόν</i><br />το σηπτικόν [[φάρμακον]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σηπτικὸν [[φάρμακον]]» — [[ουσία]] η οποία διευκολύνει την [[πέψη]] τών τροφών β) «σηπτική [[κοιλία]]» — το [[στομάχι]], [[μέσα]] στο οποίο συντελείται η [[πέψη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον οισοφάγο. | |mltxt=-ή, -ό / [[σηπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σηπτός]]<br />αυτός που προξενεί [[σήψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> α) μολυσμένος με μικρόβια («σηπτικό [[περιβάλλον]]»)<br />β) αυτός που οφείλεται σε [[σηψαιμία]] (α. «[[σηπτικός]] [[πυρετός]]» β. «σηπτική [[εμβολή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σηπτικόν</i><br />το σηπτικόν [[φάρμακον]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σηπτικὸν [[φάρμακον]]» — [[ουσία]] η οποία διευκολύνει την [[πέψη]] τών τροφών β) «σηπτική [[κοιλία]]» — το [[στομάχι]], [[μέσα]] στο οποίο συντελείται η [[πέψη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον οισοφάγο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σηπτικός:''' вызывающий нагноение ([[φάρμακον]] Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A putrefactive, septic, -κὴ κοιλίη digestive stomach, opp. oesophagus, Hp.Anat.1; τὸ σ. (sc. φάρμακον) Arist.HA607a22, Thphr.HP9.16.5; σ. φάρμακον D.S.4.38: so σηπ-τήριον φ. Hp.Loc. Hom.38.
German (Pape)
[Seite 875] faul machend, Fäulniß bewirkend; Medic.; Arist. H. A. 8, 29; auch = zur Verdauung beitragend, Ath. V, 276 d.
Greek (Liddell-Scott)
σηπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων σῆψιν, τὸ σηπτικὸν (ἐξυπακ. φάρμακον) Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 3· σ. φάρμακον Διοδ. Ἐκλογ. 492. 49· - οὕτω, σηπτήριον φάρμακον Ἱππ. 420. 9.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σηπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σηπτός
αυτός που προξενεί σήψη
νεοελλ.
1. ιατρ. α) μολυσμένος με μικρόβια («σηπτικό περιβάλλον»)
β) αυτός που οφείλεται σε σηψαιμία (α. «σηπτικός πυρετός» β. «σηπτική εμβολή»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo σηπτικόν
το σηπτικόν φάρμακον
2. φρ. α) «σηπτικὸν φάρμακον» — ουσία η οποία διευκολύνει την πέψη τών τροφών β) «σηπτική κοιλία» — το στομάχι, μέσα στο οποίο συντελείται η πέψη, σε αντιδιαστολή προς τον οισοφάγο.
Russian (Dvoretsky)
σηπτικός: вызывающий нагноение (φάρμακον Diod.).