συμπαρακαλέω: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπαρακᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προσκαλώ]] ή [[παραινώ]] μαζί ή συγχρόνως, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ζητώ συγχρόνως, τι ἀπό τινος, σε Ξεν. | |lsmtext='''συμπαρακᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προσκαλώ]] ή [[παραινώ]] μαζί ή συγχρόνως, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ζητώ συγχρόνως, τι ἀπό τινος, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπαρακᾰλέω:''' <b class="num">1)</b> призывать, приглашать (ἐπὶ ξυμμαχίαν Plat.; εἰς τὴν θήραν Xen.): σ. ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Xen. предложить союзникам прислать (своих) послов;<br /><b class="num">2)</b> призывать в молитвах (ἥρωας σ. οἰκήτορας Xen.);<br /><b class="num">3)</b> совместно убеждать, увещевать (τινα Polyb., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> совместно утешать (συμπαρακληθῆναι διά τινος NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:01, 1 January 2019
English (LSJ)
A call upon or exhort together, ἐπὶ συμμαχίαν Pl.R. 555a; invite at the same time, εἰς τὴν θήραν X.Cyr.8.1.38; ἥρωας σ. οἰκήτορας invite them as... ib.3.3.21; c. inf., σῶσαι Din.1.65; summon at the same time, ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις X.HG4.8.13.
German (Pape)
[Seite 984] (s. καλέω), mit zurufen, herbeirufen; ἐπὶ ξυμμαχίαν, Plat. Rep. VIII, 555 a; ἥρωας, Xen. Cyr. 3, 3, 21; εἴς τι, 8, 1, 38; ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις, Hell. 4, 8, 13; ermahnen, τινὶ τὰς δυνάμεις, Pol. 5, 83, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρακᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῶ ἐπί τι ἢ παρακινῶ ὁμοῦ, ἐπὶ συμμαχίαν Πλάτ. Πολ. 555Α· προσκαλῶ συγχρόνως, εἰς τὴν θήραν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 38· ἐπικαλοῦμαι προσέτι, συμπαρεκάλει δὲ καὶ ἥρωας γῆς Μηδίας οἰκήτορας καὶ κηδεμόνας αὐτόθι 3. 3, 21· μετ’ ἀπαρ., θεοῖς οὓς κἀγὼ συμπαρακαλῶ σῶσαι τὴν πατρίδα Δείναρχ. 98. 28. ΙΙ. προσκαλῶ συγχρόνως, συμπαρεκάλεσαν δὲ καὶ ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 exhorter ensemble;
2 inviter en même temps, acc.;
3 demander ou réclamer en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρακαλέω.
English (Strong)
from σύν and παρακαλέω; to console jointly: comfort together.
English (Thayer)
(T WH συνπαρακαλέω (cf. σύν, II. at the end)), συμπαρακάλω: 1st aorist passive infinitive συμπαρακληθῆναι;
1. to call upon or invite or exhort at the same time or together (Xenophon, Plato, Plutarch, others).
2. to strengthen (A. V. comfort) with others (souls; see παρακαλέω, II:4): συμπαρακληθῆναι ἐν ὑμῖν, that I with you may be comforted among you, i. e. in your assembly, with you, Romans 1:12.
Greek Monotonic
συμπαρακᾰλέω: μέλ. -έσω,
I. προσκαλώ ή παραινώ μαζί ή συγχρόνως, σε Ξεν., Πλάτ.
II. ζητώ συγχρόνως, τι ἀπό τινος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρακᾰλέω: 1) призывать, приглашать (ἐπὶ ξυμμαχίαν Plat.; εἰς τὴν θήραν Xen.): σ. ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Xen. предложить союзникам прислать (своих) послов;
2) призывать в молитвах (ἥρωας σ. οἰκήτορας Xen.);
3) совместно убеждать, увещевать (τινα Polyb., Plut.);
4) совместно утешать (συμπαρακληθῆναι διά τινος NT).