στρατολογέω: Difference between revisions
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρᾰτολογέω:''' ([[λέγω]]), [[στρατολογώ]], [[εγγράφω]] στρατιώτες στις στρατολογικές καταστάσεις — Παθ., σε Πλούτ. | |lsmtext='''στρᾰτολογέω:''' ([[λέγω]]), [[στρατολογώ]], [[εγγράφω]] στρατιώτες στις στρατολογικές καταστάσεις — Παθ., σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρᾰτολογέω:''' набирать войско Diod., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:04, 1 January 2019
English (LSJ)
(λέγω (B))
A levy an army, enlist soldiers, D.H.11.24, J.AJ5.1.28, al.:—Pass., ἐκ συμμάχων στρατολογηθέντων D.S.12.67, cf. Plu.Caes. 35.
German (Pape)
[Seite 952] ein Heer sammeln, Soldaten werben, Plut. Mar. 9 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτολογέω: (λέγω) στρατολογῶ, ἐγγράφω στρατιώτας, Διον. Ἁλ. 11. 24, κτλ. - Παθητ., συμμάχων στρατολογηθέντων Διόδ. 12. 67, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 35.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enrôler des soldats.
Étymologie: στρατός, λέγω².
English (Strong)
from a compound of the base of στρατιά and λέγω (in its original sense); to gather (or select) as a warrior, i.e. enlist in the army: choose to be a soldier.
English (Thayer)
στρατολόγω: to be a στρατολογος (and this from στρατός and λέγω), to gather (collect) an army, to enlist soldiers: ὁ στρατολογησας (he that enrolled (him) as a soldier), of the commander, Diodorus, Dionysius Halicarnassus, Josephus, Plutarch, others.)
Greek Monotonic
στρᾰτολογέω: (λέγω), στρατολογώ, εγγράφω στρατιώτες στις στρατολογικές καταστάσεις — Παθ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτολογέω: набирать войско Diod., Plut.