συμφθέγγομαι: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμφθέγγομαι:''' αποθ., ηχώ από κοινού, ηχώ σε [[συμφωνία]], [[συνηχώ]], <i>τινι</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''συμφθέγγομαι:''' αποθ., ηχώ από κοινού, ηχώ σε [[συμφωνία]], [[συνηχώ]], <i>τινι</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμφθέγγομαι:''' <b class="num">1)</b> вторить, аккомпанировать (τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> поддакивать, соглашаться (τινι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A sound with, ἡ λύρα τῷ Χρωμένῳ σ. Plu.Alc.2, etc.; ἐμοὶ ὁ νόμος συμφθέγγεται Chor.p.55 B.: abs., D.C.74.3, restored for -φθειρ- in D.Chr.78.20. II converse with, Plu.2.580d.
German (Pape)
[Seite 991] mittönen, ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ, Plut. Alc. 2; übertr., übereinstimmen, zustimmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμφθέγγομαι: ἀποθετ., ἠχῶ μετά τινος ἐν συμφωνίᾳ, ἀποτελῶ συμφωνίαν, τὴν λύραν τῷ χρωμένῳ συμφθέγγεσθαι καὶ συνᾴδειν Πλάτ. Ἀλκιβ. 2, κτλ.· τῶν κύκνων ἐπιβοώντων καὶ συμφθεγγομένων Δίων Κ. 74. 3.
French (Bailly abrégé)
parler ou résonner d’accord, être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, φθέγγομαι.
Greek Monolingual
Α
1. ηχώ σε συμφωνία με άλλον («ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», Πλούτ.)
2. συνδιαλέγομαι, συναναστρέφομαι
3. μτφ. συμφωνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φθέγγομαι «λέγω, ηχώ»].
Greek Monolingual
Α
1. ηχώ σε συμφωνία με άλλον («ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», Πλούτ.)
2. συνδιαλέγομαι, συναναστρέφομαι
3. μτφ. συμφωνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φθέγγομαι «λέγω, ηχώ»].
Greek Monotonic
συμφθέγγομαι: αποθ., ηχώ από κοινού, ηχώ σε συμφωνία, συνηχώ, τινι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συμφθέγγομαι: 1) вторить, аккомпанировать (τινι Plut.);
2) поддакивать, соглашаться (τινι Plut.).