συνανάκειμαι: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνανάκειμαι:''' Παθ., [[κάθομαι]] στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] κοντά στο [[τραπέζι]] του δείπνου μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συνανάκειμαι:''' Παθ., [[κάθομαι]] στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] κοντά στο [[τραπέζι]] του δείπνου μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνανάκειμαι:''' вместе возлежать за столом (ἐν τῇ οἰκίᾳ τινός NT): οἱ συνανακείμενοι NT (приглашенные) сотрапезники, гости. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A recline together at table, Ev.Matt.9.10, etc.
German (Pape)
[Seite 999] (s. κεῖμαι), mit daliegen, bes. mit zu Tische liegen, Matth. 9, 10; auch = mit geweih't sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνανάκειμαι: Παθητ., ἀνάκειμαι ὁμοῦ, συνανακλίνομαι, παρὰ τὴν τράπεζαν ἐν τῷ δείπνῳ, ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 10, κλπ.
French (Bailly abrégé)
se mettre à table avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀνάκειμαι.
English (Strong)
from σύν and ἀνακεῖμαι; to recline in company with (at a meal): sit (down, at the table, together) with (at meat).
English (Thayer)
3rd person plural imperfect συνανέκειντο; to recline together, feast together (A. V. 'sit down with', 'sit at meat with' (cf. ἀνάκειμαι)): τίνι, with one, οἱ συνανακείμενοι (`they that sat at meat with'), the guests, R G L); 3 Maccabees 5:39); ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monolingual
ΜΑ
είμαι κι εγώ ξαπλωμένος δίπλα στο ίδιο τραπέζι, μετέχω στο ίδιο δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»].
Greek Monolingual
ΜΑ
είμαι κι εγώ ξαπλωμένος δίπλα στο ίδιο τραπέζι, μετέχω στο ίδιο δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»].
Greek Monotonic
συνανάκειμαι: Παθ., κάθομαι στο ίδιο ανάκλιντρο κοντά στο τραπέζι του δείπνου μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συνανάκειμαι: вместе возлежать за столом (ἐν τῇ οἰκίᾳ τινός NT): οἱ συνανακείμενοι NT (приглашенные) сотрапезники, гости.