ταλαύρινος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλαύρῑνος:''' -ον (*τλάωϜρινός), αυτός που κρατά [[ασπίδα]] φτιαγμένη από σκληρό [[δέρμα]] ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ταλαύρινος]] [[χρώς]], παχύ, χοντρό, ισχυρό [[δέρμα]], σε Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., <i>ταλαύρινον πολεμίζειν</i>, να μάχεσαι ισχυρά, με [[εγκαρτέρηση]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τᾰλαύρῑνος:''' -ον (*τλάωϜρινός), αυτός που κρατά [[ασπίδα]] φτιαγμένη από σκληρό [[δέρμα]] ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ταλαύρινος]] [[χρώς]], παχύ, χοντρό, ισχυρό [[δέρμα]], σε Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., <i>ταλαύρινον πολεμίζειν</i>, να μάχεσαι ισχυρά, με [[εγκαρτέρηση]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰλαύρῑνος:''' <b class="num">1)</b> досл. крепкокожаный, т. е. со щитом из крепкой кожи, перен. неуязвимый в бою ([[πολεμιστής]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> неукротимый, жестокий ([[πόλεμος]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> толстый, крепкий (χρὼς ἵππου Anth.).
}}
}}

Revision as of 04:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαύρῑνος Medium diacritics: ταλαύρινος Low diacritics: ταλαύρινος Capitals: ΤΑΛΑΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: talaúrinos Transliteration B: talaurinos Transliteration C: talayrinos Beta Code: talau/rinos

English (LSJ)

ον, (Τλάω, ϝρινός)

   A bearing a shield of bull's-hide, epith. of Ares, τ. πολεμιστής Il.5.289, 20.78, etc.; so of Πόλεμος, Ar. Pax241; and, jokingly, of Lamachus, Id.Ach.964; τ. χρώς a thick tough hide, AP7.208 (Anyte): neut. as Adv., ταλαύρινον πολεμίζειν to fight toughly, stoutly, Il.7.239 (or masc., to fight as a bearer of a bull's-hide shield).

German (Pape)

[Seite 1065] (für ταλά-Fρινος), mit dem stierledernen Schilde den Kampf bestehend, Stöße damit auffangend, od. dem Andrange stierlederner Schilde widerstehend; Beiwort des Ares, ταλ. πολεμιστής, Il. 5, 289. 20, 78. 22, 267; auch adv., in allgemeiner Bdtg, ταλαύρινον πολεμίζειν, 7, 239, standhaft, muthig kämpfen; Ar. Ach. 928 nennt den Lamachos so, vgl. Pax 241. – Bei Anyte 15 (VII, 208) ist χρὼς ταλ. ἵππου die Haut, die Etwas aushalten kann, dickfellig.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαύρῑνος: -ον, (ταλα *τλάω, ϝρινός, πρβλ. ταλαϝεργός) ὁ φέρων ἀσπίδα ἐξ ἰσχυροῦ δέρματος ταύρου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως μεταφορ., καρτερικός, ἀτρόμητος, ἀκαταμάχητος, τ. πολεμιστὴς Ἰλ. Ε. 289, Υ. 78, κλπ.· οὕτω, Πόλεμος Ἀριστοφ. Εἰρ. 241· καὶ ἐμπαικτικῶς ἐπὶ τοῦ Λαμάχου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 964 ταλ. χρώς, παχύ, χονδρόν, ἀντέχον, ἰσχυρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 7. 208. - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ταλαύρινον πολεμίζειν, ἰσχυρῶς, καρτερικῶς μάχεσθαι, Ἰλ. Η. 239.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cuir, càd au bouclier (de peau) résistant ; invincible, indomptable ; adv. • ταλαύρινον IL avec une force invincible.
Étymologie: τάλας, ῥινός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία του Άρεως) αυτός που μάχεται με τη βοήθεια ασπίδας από χοντρό δέρμα ταύρου («...πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ταλαύρινον
α) με δύναμη, ισχυρά
β) καρτερικά («το μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ταλαύρινος χρως» — χοντρό, ανθεκτικό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταλαύρινος < ταλαFρινος είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. ταλα με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας telā- «σηκώνω, μεταφέρω» (βλ. λ. τάλας) και β' συνθετικό του τ. ῥινός (< Fρινός) «δέρμα»].

Greek Monotonic

τᾰλαύρῑνος: -ον (*τλάωϜρινός), αυτός που κρατά ασπίδα φτιαγμένη από σκληρό δέρμα ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.· ταλαύρινος χρώς, παχύ, χοντρό, ισχυρό δέρμα, σε Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., ταλαύρινον πολεμίζειν, να μάχεσαι ισχυρά, με εγκαρτέρηση, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλαύρῑνος: 1) досл. крепкокожаный, т. е. со щитом из крепкой кожи, перен. неуязвимый в бою (πολεμιστής Hom.);
2) неукротимый, жестокий (πόλεμος Arph.);
3) толстый, крепкий (χρὼς ἵππου Anth.).