φέρμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φέρμα:''' -ατος, τό ([[φέρω]]), αυτό που γεννιέται, ο [[καρπός]] από την [[κοιλιά]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''φέρμα:''' -ατος, τό ([[φέρω]]), αυτό που γεννιέται, ο [[καρπός]] από την [[κοιλιά]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φέρμα:''' ατος τό [[φέρω]]<br /><b class="num">1)</b> плод (πάνωρον Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> отпрыск, дитя Aesch.
}}
}}

Revision as of 05:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φέρμα Medium diacritics: φέρμα Low diacritics: φέρμα Capitals: ΦΕΡΜΑ
Transliteration A: phérma Transliteration B: pherma Transliteration C: ferma Beta Code: fe/rma

English (LSJ)

ατος, τό, (φέρω)

   A that which is borne, fruit of the womb, A.Ag. 119 (pl., lyr.).    2 fruit of the earth, Id.Supp.690 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1262] τό, das Getragene, bes. die Leibesfrucht, Aesch. Ag. 118 Suppl. 672.

Greek (Liddell-Scott)

φέρμα: τό, (φέρω) τὸ φερόμενον, ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας, τέκνον (πρβλ. τὸ Σκωτικὸν bairn ἐκ τοῦ ῥήματος to bear, φέρω), Αἰσχύλ. Ἀγ. 118. 2) καρπὸς τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 690.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 enfant, petit d’animal;
2 fruit de la terre.
Étymologie: φέρω.

Greek Monolingual

(I)
Ν
(β' εν. πρόσ. προστ.) βλ. φερμάρω.———————— (II)
το, ΝΑ φέρω
1. ο καρπός της κοιλιάς, το έμβρυο
2. ο καρπός της γης.

Greek Monotonic

φέρμα: -ατος, τό (φέρω), αυτό που γεννιέται, ο καρπός από την κοιλιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φέρμα: ατος τό φέρω
1) плод (πάνωρον Aesch.);
2) отпрыск, дитя Aesch.