φιλομειδής: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(45) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. [[φιλομμειδής]] και φιλομηδής και [[φιλομμηδής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να χαμογελά<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Αφροδίτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -(<i>μ</i>)<i>μειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σμειδής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μειδιῶ</i> «[[χαμογελώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μειλιχο</i>-<i>μειδής</i>. Ωστόσο, δυσχέρειες γεννά ο [[στίχος]] του <b>Ησιόδ.</b> <i>ἠδὲ φιλομμειδέα ὅτι μηδέα ἐξεφαάνθη</i>, όπου το επίθ. συνδέεται σημασιολογικά με τον τ. [[μήδεα]] «ανδρικά γεννητικά όργανα» (<b>βλ. λ.</b> [[μῆδος]] [II]) και γι' αυτό υιοθετήθηκε και η γρφ. <i>φιλο</i>(<i>μ</i>)<i>μηδής</i>. Όμως, στη βοιωτ. του 4ου π.Χ., [[δηλαδή]] της εποχής του ποιητή, η λ. που προφερόταν <i>philom</i><i>ē</i><i>dea</i> θα γραφόταν <i>φιλο</i>(<i>μ</i>)<i>μειδέα</i> και τελικά ο [[στίχος]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ως ετυμολ. [[λογοπαίγνιο]]]. | |mltxt=-ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. [[φιλομμειδής]] και φιλομηδής και [[φιλομμηδής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να χαμογελά<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Αφροδίτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -(<i>μ</i>)<i>μειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σμειδής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μειδιῶ</i> «[[χαμογελώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μειλιχο</i>-<i>μειδής</i>. Ωστόσο, δυσχέρειες γεννά ο [[στίχος]] του <b>Ησιόδ.</b> <i>ἠδὲ φιλομμειδέα ὅτι μηδέα ἐξεφαάνθη</i>, όπου το επίθ. συνδέεται σημασιολογικά με τον τ. [[μήδεα]] «ανδρικά γεννητικά όργανα» (<b>βλ. λ.</b> [[μῆδος]] [II]) και γι' αυτό υιοθετήθηκε και η γρφ. <i>φιλο</i>(<i>μ</i>)<i>μηδής</i>. Όμως, στη βοιωτ. του 4ου π.Χ., [[δηλαδή]] της εποχής του ποιητή, η λ. που προφερόταν <i>philom</i><i>ē</i><i>dea</i> θα γραφόταν <i>φιλο</i>(<i>μ</i>)<i>μειδέα</i> και τελικά ο [[στίχος]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ως ετυμολ. [[λογοπαίγνιο]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλομειδής:''' эп. [[φιλομμειδής]] и [[φιλομμηδής]] 2 всегда улыбающийся, улыбчивый ([[Ἀφροδίτη]] Hom., Her., Luc.; [[Διόνυσος]], Μοῦσαι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A v. φιλομμειδής.
German (Pape)
[Seite 1282] ές, gew. poet. φιλομμειδής, ές, das Lächeln liebend, gern lächelnd; Aphrodite, Hom. u. Hes. oft, immer in der poet. Form; Μοῦσαι Paul. Sil. 52 (VI, 66); Bacchus, Hymn. (IX, 524); Luc. Imag. 8.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομειδής: -ές, ἴδε ἐν λ. φιλομμειδής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές ; gén. έος;
qui aime à sourire, aimable.
Étymologie: φίλος, μειδιάω.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλομμειδής και φιλομηδής και φιλομμηδής, -ές, Α
1. αυτός που του αρέσει να χαμογελά
2. προσωνυμία της Αφροδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -(μ)μειδής (< -σμειδής < μειδιῶ «χαμογελώ»), πρβλ. μειλιχο-μειδής. Ωστόσο, δυσχέρειες γεννά ο στίχος του Ησιόδ. ἠδὲ φιλομμειδέα ὅτι μηδέα ἐξεφαάνθη, όπου το επίθ. συνδέεται σημασιολογικά με τον τ. μήδεα «ανδρικά γεννητικά όργανα» (βλ. λ. μῆδος [II]) και γι' αυτό υιοθετήθηκε και η γρφ. φιλο(μ)μηδής. Όμως, στη βοιωτ. του 4ου π.Χ., δηλαδή της εποχής του ποιητή, η λ. που προφερόταν philomēdea θα γραφόταν φιλο(μ)μειδέα και τελικά ο στίχος πρέπει να θεωρηθεί ως ετυμολ. λογοπαίγνιο].
Russian (Dvoretsky)
φιλομειδής: эп. φιλομμειδής и φιλομμηδής 2 всегда улыбающийся, улыбчивый (Ἀφροδίτη Hom., Her., Luc.; Διόνυσος, Μοῦσαι Anth.).