καταβλακεύω: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(2b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταβλᾱκεύω:''' по небрежности портить, повреждать, приводить в негодность (τι Xen.). | |elrutext='''καταβλᾱκεύω:''' по небрежности портить, повреждать, приводить в негодность (τι Xen.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-βλακεύω verwaarlozen. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A treat carelessly, mismanage, Hp.Art.52 (sed leg. καταμβλ-), X.An.7.6.22:—in Pass., καταβλακευόμενοι ἄνθρωποι negligent, slothful, Just.Nov.95.1.2.
German (Pape)
[Seite 1340] aus Nachlässigkeit, Trägheit versehen, verderben, Hippocr.; οὔτε κατεβλακεύσαμεν τὰ τούτου Xen. An. 7, 6, 16. – Pass. nachlässig, träge sein, handeln, Sp. Vgl. κατεβλακευμένως.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλᾱκεύω: μεταχειρίζομαί τι ἀδεξίως καὶ ἀμελῶς, ἀμελῶ, καταρρᾳθυμῶ, καταβλακεύουσι τὴν διόρθωσιν τοῦ σώματος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· οὔτε γὰρ ἠδικήσαμεν τοῦτον οὐδέν, οὔτε κατεβλακεύσαμεν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 22. ― Παθ., εἶμαι ἀμελὴς ἢ ὀκνηρός, Γρηγ. Ναζ. περὶ Θεολογ. 539Α. ― Καθ’ Ἡσύχ. «καταβλακεύειν· ῥᾳθυμεῖν, ἢ δαπανᾶν ῥαθύμως».
French (Bailly abrégé)
négliger, laisser se perdre ou détériorer par négligence.
Étymologie: κατά, βλακεύω.
Greek Monolingual
καταβλακεύω (Α)
1. μεταχειρίζομαι κάτι με αμέλεια, αδέξια, παραμελώ, αμελώ
2. παθ. καταβλακεύομαι
είμαι αμελής ή οκνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βλακεύω «είμαι οκνηρός»].
Russian (Dvoretsky)
καταβλᾱκεύω: по небрежности портить, повреждать, приводить в негодность (τι Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βλακεύω verwaarlozen.