ζῳογόνος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(2b)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ζῳογόνος:''' дающий жизнь, животворящий ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
|elrutext='''ζῳογόνος:''' дающий жизнь, животворящий ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
{{elnl
|elnltext=ζῳογόνος -ον [ζωός, γίγνομαι] leven voortbrengend, levengevend.
}}
}}

Revision as of 06:52, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1144] Leben, Lebendiges hervorbringend, Sp.; Anth. IX, 525, 7 heißt so Apollo.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des vers ou animalcules.
Étymologie: ζῷον, γίγνομαι.

Greek Monotonic

ζῳογόνος: -ον (ζῷον, *γείνω),
I. αυτός που παράγει ζωντανά, παραγωγικός, γόνιμος, προσωνύμιο του Απόλλωνα, σε Ανθ. II.ζωο-γόνος (ζωή), αυτός που φέρει ζωή, ζωηφόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζῳογόνος: дающий жизнь, животворящий (Ἀπόλλων Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳογόνος -ον [ζωός, γίγνομαι] leven voortbrengend, levengevend.