καταλιμπάνω: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταλιμπάνω:''' (только praes.) Plat. = [[καταλείπω]]. | |elrutext='''καταλιμπάνω:''' (только praes.) Plat. = [[καταλείπω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταλιμπάνω [καταλείπω] achterlaten. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A = καταλείπω, Hp.Mul.1.78, Th.8.17, Antiph.35, PPetr.3pp.4,12 (iii B.C.), LXXGe.39.16, Ocell.4.13, etc.
German (Pape)
[Seite 1360] = καταλείπω; Antiphan. bei Ath. XV, 690 a u. Machon ib. VIII, 341 c; Plat. Ep. IX, 358 a u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
καταλιμπάνω: καταλείπω, Ἱππ. 627. 28, Θουκ. 8. 17, Ἀντιφῶν ἐν «Ἀντ.»2.
French (Bailly abrégé)
c. καταλείπω.
Étymologie: κατά, λιμπάνω.
Greek Monolingual
(AM καταλιμπάνω)
εγκαταλείπω, αφήνω
νεοελλ.
(για διαθήκη ή άλλο έγγραφο που παρέχει δικαιώματα) ακυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιμπάνω «εγκαταλείπω»].
Greek Monotonic
καταλιμπάνω: = καταλείπω, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
καταλιμπάνω: (только praes.) Plat. = καταλείπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλιμπάνω [καταλείπω] achterlaten.