κόθουρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(3)
(nl)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κόθουρος:''' [*[[κοθώ]] «ущерб»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).
|elrutext='''κόθουρος:''' [*[[κοθώ]] «ущерб»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).
}}
{{elnl
|elnltext=κόθουρος -ον zonder angel (van een hommel).
}}
}}

Revision as of 07:24, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

κόθουρος: -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, κολοβός, ἄνευ οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων κέντρον Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. κόλουρος. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = βλάβη, ὥστελέξις φαίνεται σύνθετος ἐκ τῶν κοθώ, οὐρά.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue écourtée (ép. du faux bourdon).
Étymologie: κοθώ, cf. κορθώ, skr. krdhú- « écourté », et οὐρά.
Par. κόλουρος.

Greek Monolingual

κόθουρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός
2. (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει κεντρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη < κοθώ + -ουρος (< οὐρά) κατά το κόλ-ουρος. Το α' συνθετικό κοθώ είναι γλώσσα του Ησυχίου, ερμηνεύεται ως βλάβη και είναι άγνωστης ετυμολ. Κατ' άλλη άποψη, κόθ-ουρος < κόρθ-ουρος με α' συνθετικό τη γλώσσα του Ησυχίου κορθώ
βλάβη. Στην περίπτωση αυτή, το κοθώ θα θεωρηθεί υποχωρητ. σχηματισμένο από το κόθ- του κόθ-ουρος κατά το κοθρώ. Το τελευταίο πιθ. να συνδέεται με το αρχ. ινδ. krdhu- «κολοβός, ακρωτηριασμένος» ή με το κορθύω «ανυψώνω»].

Greek Monotonic

κόθουρος: -ον, λέγεται για τους κηφήνες, κολοβός, δηλ. χωρίς κεντρί, σε Ηρόδ. (Πιθ. από το κοθώ, -οῦς, , αρχαία λέξη αντί για βλάβη και το οὐρά, η ουρά).

Russian (Dvoretsky)

κόθουρος: [*κοθώ «ущерб»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόθουρος -ον zonder angel (van een hommel).