κλιντήρ: Difference between revisions
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
(3) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κλιντήρ:''' ῆρος ὁ ложе Hom., Theocr.: [[νεκροδόκος]] κ. Anth. ложе смерти, смертный одр. | |elrutext='''κλιντήρ:''' ῆρος ὁ ложе Hom., Theocr.: [[νεκροδόκος]] κ. Anth. ложе смерти, смертный одр. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλιντήρ -ῆρος, ὁ [κλίνω] divan; leunstoel. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, κλίνω)
A couch, Od.18.190, Theoc.2.86, 113, 24.43, Call.Iamb.1.112 (sic Pap., not κλωστῆρας), Tryph.441, Luc.Symp.8, 44; νεκροδόκος κ. bier, AP7.634 (Antiphil.), cf.Epigr.Gr.450.5 (Batanaea).
German (Pape)
[Seite 1454] ῆρος, ὁ, Lehnstuhl oder Ruhebett; Od. 18, 189 εὗδε δ' ἀνακλινθεῖσα' λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι; Sp., wie Theocr. 2, 86; Luc. Conv. 44; B. A. 272, 19. – Auch νεκροδόκος, die Bahre, Antiphil. 35 (VII, 634).
Greek (Liddell-Scott)
κλιντήρ: ῆρος, ὁ, (κλίνω), ἀνάκλιντρον, Ὀδ. Σ. 190. Θεόκρ. 2. 86, 113., 24. 43· νεκροδόκος κλ., φέρετρον νεκρικόν, Ἀνθ. Π. 7. 634, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγ. 450. 5.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
lit de repos, chaise longue.
Étymologie: κλίνω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ο (AM κλιντήρ, -ῆρος)
το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ' ἀνακλινθεῑσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων», Π. Καλλιγ.)
αρχ.
φρ. «νεκροδόκος κλιντήρ» — φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -τήρ / -τῆρος (πρβλ. ζωσ-τήρ, κλιμακ-τήρ)].
Greek Monotonic
κλιντήρ: -ῆρος, ὁ (κλίνω), καναπές, ανάκλιντρο, ξαπλώστα, ντιβάνι, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κλιντήρ: ῆρος ὁ ложе Hom., Theocr.: νεκροδόκος κ. Anth. ложе смерти, смертный одр.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλιντήρ -ῆρος, ὁ [κλίνω] divan; leunstoel.