συμπαρατρέφω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=nourrir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρατρέφω]].
|btext=nourrir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρατρέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ανατρέφω]], [[εκτρέφω]] συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρέφω]] «[[ανατρέφω]], [[συντηρώ]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρατρέφω Medium diacritics: συμπαρατρέφω Low diacritics: συμπαρατρέφω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΤΡΕΦΩ
Transliteration A: symparatréphō Transliteration B: symparatrephō Transliteration C: symparatrefo Beta Code: sumparatre/fw

English (LSJ)

   A bring up or keep at the same time, of wild animals kept for hunting, X.Oec.5.5.

German (Pape)

[Seite 985] (s. τρέφω), mit dabei ernähren, aufziehen, Xen. Oec. 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρατρέφω: ἀνατρέφω ἢ διατηρῶ συγχρόνως, καὶ κυσὶν εὐπέτειαν τῆς τροφῆς παρέχουσα, καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα Ξεν. Οἰκ. 5, 5, πρβλ. Schäf εἰς Γρηγ. Κορίνθ. σ. 1040.

French (Bailly abrégé)

nourrir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρατρέφω.

Greek Monolingual

Α
ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].

Greek Monotonic

συμπαρατρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω ή διατηρώ, φροντίζω συγχρόνως, λέγεται για σκύλους κι άλλα ζώα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρατρέφω: вместе или одновременно выкармливать (θηρία Xen.).