συλλαβίζω: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=épeler.<br />'''Étymologie:''' [[συλλαβή]].
|btext=épeler.<br />'''Étymologie:''' [[συλλαβή]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[συλλαβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προφέρω]] ή [[διαβάζω]] χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται<br /><b>2.</b> [[διαβάζω]] με [[δυσκολία]], έχω [[δυσχέρεια]] στην [[ανάγνωση]], [[μόλις]] που [[γνωρίζω]] [[ανάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενώνω]] τα γράμματα σε συλλαβές, [[προφέρω]] ή [[διαβάζω]] [[μαζί]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλᾰβίζω Medium diacritics: συλλαβίζω Low diacritics: συλλαβίζω Capitals: ΣΥΛΛΑΒΙΖΩ
Transliteration A: syllabízō Transliteration B: syllabizō Transliteration C: syllavizo Beta Code: sullabi/zw

English (LSJ)

   A join letters into syllables, pronounce letters together, Plu.2.496f, Luc.Gall.23.

German (Pape)

[Seite 974] Buchstaben zu Sylben verbinden, buchstabiren, Luc. Gall. 23 bis accus. 28.

Greek (Liddell-Scott)

συλλᾰβίζω: συνάπτω τὰ γράμματα εἰς συλλαβάς, προφέρω γράμματα ὁμοῦ, Πλούτ. 2, 496F, Λουκ. Ὀνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 23.

French (Bailly abrégé)

épeler.
Étymologie: συλλαβή.

Greek Monolingual

ΝΑ συλλαβή
νεοελλ.
1. προφέρω ή διαβάζω χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται
2. διαβάζω με δυσκολία, έχω δυσχέρεια στην ανάγνωση, μόλις που γνωρίζω ανάγνωση
αρχ.
ενώνω τα γράμματα σε συλλαβές, προφέρω ή διαβάζω μαζί.

Greek Monotonic

συλλᾰβίζω: μέλ. -σω, ενώνω, συνάπτω γράμματα σε συλλαβές, συμπροφέρω φθόγγους ή γράμματα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συλλαβίζω: соединять звуки (буквы) в слоги, произносить или читать по складам Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλαβίζω [συλλαβή] lettergrepen vormen (van letters, bij het (hardop) lezen).