ἀρτίτοκος: Difference between revisions
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
(1b) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτίτοκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[νεογέννητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε [[υγιής]] και [[αρτιμελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτί</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]]. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα [[προς]] τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. <i>αρτιτόκο</i>, <b>βλ. λ.</b> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] [[ακρόβολος]], [[ακροβόλος]], [[πρωτότοκος]], [[πρωτοτόκος]])]. | |mltxt=[[ἀρτίτοκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[νεογέννητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε [[υγιής]] και [[αρτιμελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτί</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]]. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα [[προς]] τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. <i>αρτιτόκο</i>, <b>βλ. λ.</b> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] [[ακρόβολος]], [[ακροβόλος]], [[πρωτότοκος]], [[πρωτοτόκος]])].<br />ἀρτιτόκος, η (Α)<br />αυτή που γέννησε προ ολίγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παροξυτονούμενος τ. λόγω της ενεργητικής, μεταβατικής του σημασίας <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[αρτίτοκος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A new-born, AP6.154 (Leon. or Gaet.), Luc.DDeor.7.1, Them. Or.25.311a; new-laid, ᾠά Aret.CA1.10: metaph., σελήνη Opp.C. 4.123. II parox. ἀρτιτόκος, ον, having just given birth, ib.3.119, AP7.729 (Tymn.), 9.2 (Tib. Ill.).
German (Pape)
[Seite 362] neugeboren, χίμαρος Leon. Tar. 30 (VI, 154); ἀρτιτόκος, eben erst geboren habend, Tymn. 6 (VII, 729); Tib. III. 1 (IX, 2).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίτοκος: -ον, ὁ ἀρτίως τεχθείς, Ἀνθ. Π. 6. 154, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 1.· μεταφ., σελήνη Ὀππ. Κ. 4. 123. ΙΙ. ἀρτιτόκος, ον, (παροξυτόνως) ἡ ἀρτίως τεκοῦσα, ὄρνις ἀρτιτόκος Ὀππ. Κ. 3. 119, Ἀνθ. Π. 7. 729., 9, 2: - οὕτω, καὶ ἀρτιτοκοῦσα, μετοχ. τοῦ ἀρτιτοκέω, Γεωπ. 5, 41, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouveau-né.
Étymologie: ἄρτι, τίκτω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1recién nacido de anim. χίμαρος AP 6.154 (Leon. o Gaetul.), ὄϊς Longus 1.5, cf. Nonn.D.14.154, 17.78
•de pers. βρέφος App.BC 4.4, Nonn.D.47.490
•de huevos recién puesto Aret.CA 1.10.8
•fig. ἀ. σελήνη de la luna en la primera fase del cuarto creciente, Opp.C.4.123
•subst. τὸ ἀ. recién nacido Aristid.Quint.113.18, Them.Or.25.311a.
2 de parto inminente ὠδῖνες Pamprepius 3.44.
II subst. τὸ ἀ. criatura perfectamente conformada op. ἔκτρωμα Chrys.M.48.699.
Greek Monolingual
ἀρτίτοκος, -ον (Α)
1. ο νεογέννητος
2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί- + -τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο, βλ. λ. (πρβλ. επίσης ακρόβολος, ακροβόλος, πρωτότοκος, πρωτοτόκος)].
ἀρτιτόκος, η (Α)
αυτή που γέννησε προ ολίγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παροξυτονούμενος τ. λόγω της ενεργητικής, μεταβατικής του σημασίας < αρτι- + -τοκος < τόκος (βλ. λ. αρτίτοκος)].
Greek Monotonic
ἀρτίτοκος: -ον (τίκτω)·
I. νεογέννητος, σε Ανθ., Λουκ.
II. παροξύτ., ἀρτιτόκος, -ον, αυτή που μόλις γέννησε, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίτοκος: новорожденный Luc., Anth.