ἱπποκόμος: Difference between revisions

From LSJ
(2b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόκομος]], -ον (Α)<br />(για [[περικεφαλαία]]) η στολισμένη με [[κόμη]] ίππου, με [[τρίχες]] από [[ουρά]] αλόγου («[[ἱππόκομος]] [[κόρυς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «[[μαλλί]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρό</i>-<i>κομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>].
|mltxt=[[ἱππόκομος]], -ον (Α)<br />(για [[περικεφαλαία]]) η στολισμένη με [[κόμη]] ίππου, με [[τρίχες]] από [[ουρά]] αλόγου («[[ἱππόκομος]] [[κόρυς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «[[μαλλί]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρό</i>-<i>κομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>].<br />ο (Α [[ἱπποκόμος]])<br />αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή [[διατροφή]] και [[συντήρηση]] ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τον συνοδεύει στα ταξίδια του κ.λπ., κν. ορντινάτσα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]], [[υπηρέτης]] ιππέα στον πόλεμο («Δαρείω ἦν [[ἱπποκόμος]] ἀνὴρ [[σοφός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φύλακας]] ή [[οδηγός]] καμήλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νοσο</i>-<i>κόμος</i>, <i>τραπεζο</i>-<i>κόμος</i>].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἱπποκόμος]])<br />αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή [[διατροφή]] και [[συντήρηση]] ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τον συνοδεύει στα ταξίδια του κ.λπ., κν. ορντινάτσα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]], [[υπηρέτης]] ιππέα στον πόλεμο («Δαρείω ἦν [[ἱπποκόμος]] ἀνὴρ [[σοφός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φύλακας]] ή [[οδηγός]] καμήλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νοσο</i>-<i>κόμος</i>, <i>τραπεζο</i>-<i>κόμος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποκόμος Medium diacritics: ἱπποκόμος Low diacritics: ιπποκόμος Capitals: ΙΠΠΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: hippokómos Transliteration B: hippokomos Transliteration C: ippokomos Beta Code: i(ppoko/mos

English (LSJ)

ὁ, (κομέω)

   A groom, esquire, who attended the ἱππεύς in war, Hdt.3.85,88, X.HG2.4.6: generally, groom, Pl.Plt.261d, PSI4.371.13 (iii B.C.), Plb.13.8.3, etc.; ἱ. τῶν καμήλων Philostr.VA2.1.    II Adj. ἱππό-κομος, ον, (κόμη) decked with horsehair, epith. of a helmet (not in Od.), κόρυς Il.13.132, cf. S.Ant. 116 (anap.); πήληξ Il.16.797; τρυφάλεια 13.339.

German (Pape)

[Seite 1260] Pferde pflegend, haltend, gew. subst., Pferdeknecht, der das Pferd des Ritters im Kriege besorgt, Her. 3, 85; Plat. Polit. 261 d Legg. II, 666 e; Xen. Hell. 2, 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκόμος: ὁ, (κομέω) ὡς καὶ νῦν, ἱπποκόμος, προσέτι θεράπων, ἀκόλουθος τοῦ ἱππέως ἐν πολέμῳ, Λατ. equiso, Ἡρόδ. 3. 85, 88, Θουκ. 7. 75, 78, Ξεν., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte d’écuyer ou de serviteur qui accompagnait le cavalier en campagne.
Étymologie: ἵππος, κομέω.

Greek Monolingual

ἱππόκομος, -ον (Α)
(για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρό-κομος, χρυσό-κομος].
ο (Α ἱπποκόμος)
αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.)
νεοελλ.
στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τον συνοδεύει στα ταξίδια του κ.λπ., κν. ορντινάτσα
αρχ.
1. ακόλουθος, υπηρέτης ιππέα στον πόλεμο («Δαρείω ἦν ἱπποκόμος ἀνὴρ σοφός», Ηρόδ.)
2. φύλακας ή οδηγός καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο-κόμος, τραπεζο-κόμος].

Greek Monotonic

ἱπποκόμος: ὁ (κομέω), ιπποκόμος ή φροντιστής αλόγων, επίσης αυτός που ακολουθούσε τον ἱππέα στον πόλεμο, Λατ. equiso, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκόμος: ὁ гиппоком, конюх или коновод (сопровождавший всадника в походе) Her., Thuc., Xen., Plat., Plut.