ἀμερής: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(1) |
m (Text replacement - "(\{\{DGE\n.*?)(\n\}\}\n\{\{DGE\n\|dgtxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=τυφλός Hsch.α 3604. | |dgtxt=τυφλός Hsch.α 3604.<br />-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>fil. y cien. [[indivisible]], [[sin partes]], [[simple]] ἕν τε καὶ ἀμερές (ἡ συλλαβή) Pl.<i>Tht</i>.205e, cf. <i>Prm</i>.138a, <i>Sph</i>.245a, τοῦ τε ἀμεροῦς ... καὶ τοῦ κατὰ τὰ σώματα μεριστοῦ Pl.<i>Ti</i>.35a, ἀ. καὶ [[ἀδιαίρετος]] Arist.<i>Metaph</i>.1073<sup>a</sup>6, cf. <i>Ph</i>.240<sup>b</sup>12, 266<sup>a</sup>10, <i>LI</i> 968<sup>a</sup>18, εἰς τὸ ἀμερὲς ἄγοντας reduciendo (el universo) a algo sin partes</i> Thphr.<i>Metaph</i>.16, ἡ δ' ὁριστικὴ [[δύναμις]] ... τὸ ἀμερὲς διὰ συγγένειαν ἀγαπᾷ Plu.2.1026d, cf. Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.247.22, Porph.<i>Sent</i>.33, Simp.<i>in Ph</i>.925.15, τὸ γὰρ θεῖον ἀμιγές, ἄκρατον, ἀμερέστατον Ph.1.506, (οὐσία) [[ἀμερής]] τε καὶ [[ἀμέριστος]] Plot.4.2.1<br /><b class="num">•</b>σημεῖά τινα ἀμερῆ puntos (en matemáticas) carentes de partes</i> Luc.<i>Herm</i>.74, cf. τὸ μὲν σημεῖον ἀμερὲς ὁρισαμένου (Euclides) habiendo definido el punto como algo sin partes</i> Hero <i>Def</i>.123<br /><b class="num">•</b>ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ en un instante</i> Timo 76, LXX 3<i>Ma</i>.6.29, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.50, LXX 3<i>Ma</i>.5.25, cf. ἀμερεῖ· ἀμερίστῳ, ταχυτάτῳ Hsch.<br /><b class="num">2</b> fig. [[pequeñísimo]], [[diminuto]] ὁ καρπὸς ἐοικὼς ἀμερέσι ψήγμασιν ὑπὸ βραχύτητος μόλις ὁρατοῖς Ph.1.9, cf. quizá τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀμερῆ πέρατα Epicur.<i>Ep</i>.[2] 59 y <i>supra</i> Timo 76, LXX 3<i>Ma</i>.6.29.<br /><b class="num">3</b> [[imparcial]] οὕτω δικαίας καὶ ἀμερεῖς ... τὰς κρίσεις Luc.<i>Cal</i>.8.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἀ., usos especiales<br /><b class="num">1</b> ἐν τῷ ἀμερεῖ [[globalmente]], [[en bloque]] Hp.<i>Virg</i>.1.<br /><b class="num">2</b> lóg. [[género indivisible]] ἕως ἂν τὰ ἀμερῆ στῇ καὶ τὰ καθόλου hasta que se establezcan los géneros indivisibles y los universales</i> (e.d. géneros que no admiten análisis en «género» y «diferencia»), Arist.<i>APo</i>.100<sup>b</sup>2.<br /><b class="num">3</b> fil. [[átomo]], [[molécula]], [[unidad indivisible]] μέρη τῶν ἀμερῶν οὐκ ἐχόντων Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.159, περὶ ... ἀτόμων φύσεως καὶ ἀμερῶν Plu.2.1123e, [[ἐκεῖνος]] (Κικέρων) [[γάρ]] ἐστιν ὥς φασιν ὁ ... τὴν ἄτομον, τὸ ἀμερὲς ... ἐξονομάσας πρῶτος ἢ μάλιστα Ῥωμαίοις (cf. lat. <i>indiuiduus</i>) Plu.<i>Cic</i>.40, ἄτομοι ἢ ἀμερῆ M.Ant.9.28.<br /><b class="num">III</b> adv. [[indivisiblemente]], [[en bloque]] ἀμερῶς καὶ ἀχρόνως Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.714.24, ἀ. καὶ ἀδιαστάτως Porph.<i>Sent</i>.33, cf. tb. Simp.<i>in Cat</i>.240.20<br /><b class="num">•</b>[[sin partes]] Hero <i>Def</i>.136.17. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:17, 2 January 2019
English (LSJ)
ές,
A without parts, indivisible, Pl.Tht.205e, Prm.138a, Arist.Ph.231b3, etc.; τὸ ἀ. Hp. Virg. 1; introduced into Latin by Cic., Plu.Cic.40. Adv. -ρῶς Alex. Aphr. in Metaph.714.25; ἀ. καὶ ἀδιαστάτως Porph.Sent.33. 2 τὰ ἀ. in Logic, summa genera, Arist.APo.100b2. 3 impartial, κρίσεις Luc.Cal.8.
German (Pape)
[Seite 122] ές, 1) ungetheilt, Plat. ἓν καὶ ἀμ., Theaet. 205 e; Parm. 138 a; opp. μεριστός Tim. 35 a; untheilbar, σημεῖον Luc. Hermot. 74. – 2) unpartheiisch, κρίσις Luc. calumn. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμερής: -ές, ὁ ἄνευ μερῶν, ἀμέριστος, ἀδιαίρετος, Πλάτ. Θεαίτ. 205Α. Παρμ. 138Α, Ἀριστ., κτλ.: τὸ ἀμερές, εἰσαχθὲν εἰς τὴν Λατ. ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος, Πλουτ. Κικ. 40: ― Ἐπίρρ. -ρῶς Κλήμ. Ἀλ. 542. 2) τὰ ἀμερῆ (ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ.), Λατ. summa genera, Ἀναλ. Ὕστ. 2. 19, 6, πρβλ. Μεταφ. 12. 8, 25.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non divisé en parties, indivisible;
2 impartial (jugement).
Étymologie: ἀ, μέρος.
Spanish (DGE)
τυφλός Hsch.α 3604.
-ές
I 1fil. y cien. indivisible, sin partes, simple ἕν τε καὶ ἀμερές (ἡ συλλαβή) Pl.Tht.205e, cf. Prm.138a, Sph.245a, τοῦ τε ἀμεροῦς ... καὶ τοῦ κατὰ τὰ σώματα μεριστοῦ Pl.Ti.35a, ἀ. καὶ ἀδιαίρετος Arist.Metaph.1073a6, cf. Ph.240b12, 266a10, LI 968a18, εἰς τὸ ἀμερὲς ἄγοντας reduciendo (el universo) a algo sin partes Thphr.Metaph.16, ἡ δ' ὁριστικὴ δύναμις ... τὸ ἀμερὲς διὰ συγγένειαν ἀγαπᾷ Plu.2.1026d, cf. Alex.Aphr.in Metaph.247.22, Porph.Sent.33, Simp.in Ph.925.15, τὸ γὰρ θεῖον ἀμιγές, ἄκρατον, ἀμερέστατον Ph.1.506, (οὐσία) ἀμερής τε καὶ ἀμέριστος Plot.4.2.1
•σημεῖά τινα ἀμερῆ puntos (en matemáticas) carentes de partes Luc.Herm.74, cf. τὸ μὲν σημεῖον ἀμερὲς ὁρισαμένου (Euclides) habiendo definido el punto como algo sin partes Hero Def.123
•ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ en un instante Timo 76, LXX 3Ma.6.29, cf. Chrysipp.Stoic.3.50, LXX 3Ma.5.25, cf. ἀμερεῖ· ἀμερίστῳ, ταχυτάτῳ Hsch.
2 fig. pequeñísimo, diminuto ὁ καρπὸς ἐοικὼς ἀμερέσι ψήγμασιν ὑπὸ βραχύτητος μόλις ὁρατοῖς Ph.1.9, cf. quizá τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀμερῆ πέρατα Epicur.Ep.[2] 59 y supra Timo 76, LXX 3Ma.6.29.
3 imparcial οὕτω δικαίας καὶ ἀμερεῖς ... τὰς κρίσεις Luc.Cal.8.
II subst. τὸ ἀ., usos especiales
1 ἐν τῷ ἀμερεῖ globalmente, en bloque Hp.Virg.1.
2 lóg. género indivisible ἕως ἂν τὰ ἀμερῆ στῇ καὶ τὰ καθόλου hasta que se establezcan los géneros indivisibles y los universales (e.d. géneros que no admiten análisis en «género» y «diferencia»), Arist.APo.100b2.
3 fil. átomo, molécula, unidad indivisible μέρη τῶν ἀμερῶν οὐκ ἐχόντων Chrysipp.Stoic.2.159, περὶ ... ἀτόμων φύσεως καὶ ἀμερῶν Plu.2.1123e, ἐκεῖνος (Κικέρων) γάρ ἐστιν ὥς φασιν ὁ ... τὴν ἄτομον, τὸ ἀμερὲς ... ἐξονομάσας πρῶτος ἢ μάλιστα Ῥωμαίοις (cf. lat. indiuiduus) Plu.Cic.40, ἄτομοι ἢ ἀμερῆ M.Ant.9.28.
III adv. indivisiblemente, en bloque ἀμερῶς καὶ ἀχρόνως Alex.Aphr.in Metaph.714.24, ἀ. καὶ ἀδιαστάτως Porph.Sent.33, cf. tb. Simp.in Cat.240.20
•sin partes Hero Def.136.17.
Greek Monolingual
ἀμερής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, αμέριστος, αδιαίρετος
2. αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, ειλικρινής
3. το ουδ. ως ουσ. το ἀμερές
η αμέρεια, το να είναι κάτι αδιαίρετο
τά ἀμερῆ (Λογική)
τα γένη που δεν υποδιαιρούνται, τα «γενικότατα γένη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -μερὴς < μέρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμέρεια.
Greek Monotonic
ἀμερής: -ές (μέρος), αυτός που δεν έχει ξεχωριστά μέρη, αδιαίρετος, ενιαίος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμερής: 1) не состоящий из частей, неделимый (ἓν καὶ ἀ. Plat.; ἀ. καὶ ἀμέριστος Plut.);
2) беспристрастный (κρίσις Luc.).