καλάϊνος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(nl)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλάϊνος en καλλάϊνος -η -ον blauwgroen.
|elnltext=καλάϊνος en καλλάϊνος -η -ον blauwgroen.
}}
{{etym
|etymtx=καλλ-<br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">blue-green, bluish</b>, of stones, earthenware etc. (PSI 4, 396, 9 [IIIa], Peripl. M. Rubr. 39 [cod. <b class="b3">καλλεανός</b>], AP, Dsc.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Adj. in <b class="b3">-ινος</b>, seemingly from <b class="b3">κάλλαις</b> <b class="b2">blue-green stone, turquoise</b> (Plin. NH 37, 151), but this could also be a backformation. Bezzenberger in Fick 2, 73 and Prellwitz 205: to [[κάλλαιον]] <b class="b2">cocks comb, the feathers of a cock</b> and [[καλαΐς]] [[hen]] (s. vv.).
}}
}}

Revision as of 01:57, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλάϊνος Medium diacritics: καλάϊνος Low diacritics: καλάϊνος Capitals: ΚΑΛΑΪΝΟΣ
Transliteration A: kaláïnos Transliteration B: kalainos Transliteration C: kalainos Beta Code: kala/i+nos

English (LSJ)

or καλλάϊνος, η, ον,

   A like the κάλαϊς, shifting between blue and green, κ. πτέρυξ, of the cock, AP7.428.2 (Mel.); Χρῶμα κ., of jasper, Dsc.5.142; = venetus, Lyd.Mens.4.30, Tab.Defix.Aud.15.5, 16.13 (Syria, iii A.D., written καλλαεινου and καλαεινου) ; κ. λίθος, = sq., Peripl.M.Rubr.39 (καλλεανός cod.); πλινθίς AP6.295.6 (Phan.).    II κ. κέραμος glazed pottery made at Alexandria, EM486.51, Suid.; κ. ὄστρακον Gal.12.866; τὰ καλάϊνα PSI4.396.9 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1306] oder richtiger καλλάϊνος (vgl. κάλλαια, denn die Farbe scheint nicht nach dem folgenden Edelsteine benannt, sondern umgekehrt), blau und grün schillernd, χρῶμα Diosc., wie die Federn des Hahns, ἀλέκτωρ ἔστα καλλαΐνᾳ πτέρυγι Mel. 123 (VII, 428); das lat. venetus, Lyd. de mens. 3, 26. 4, 25; unverständlicher, aber wohl auch auf die Farbe gehend, πλινθίς Phani. 3 (VI, 295); s. aber Schneider ecl. phys. 2 p. 91.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’un bleu de turquoise.
Étymologie: κάλαϊς.

Greek Monolingual

και καλλάινος, -η, -ο και καλ(λ)αγένιος, -ια, -ιο (Α καλάινος και καλλάινος, -η, -ον)
νεοελλ.
κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο
αρχ.
1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου, γαλαζοπράσινος («καλλαΐνᾳ πτέρυγι»
(για πετεινό) με γαλαζοπράσινη φτερούγα, Ανθ. Παλ.)
2. καστανοκίτρινος («καλλαΐνῳ, χρώματι προσόμοιος»
(για τον πολύτιμο λίθο ίασπιν) με χρώμα καστανοκίτρινο, σαν του χαλαζία, Διοσκ.)
3. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «καλλάινον
ἔστι δὲ χρῶμα ἀνθηρόν, ἤ τὸ βένετον χρῶμα οὕτω λεγόμενον»
4. φρ. «καλλάινος κέραμος» — αγγεία στιλβωμένα με βερνίκι, που κατασκεύαζαν στην Αλεξάνδρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το καλ(λ)άινος όσο και το κάλ(λ)αϊς είναι τεχνικοί όροι αβέβαιης ετυμολ. Όπως το καλ(λ)άινος μπορεί να προήλθε από το κάλ(λ)αϊς είναι επίσης πιθ. και το κάλ(λ)αϊς να αποτελεί υποχωρητ. σχηματισμό από το καλ(λ)άινος. Η σύνδεση με τα καλαΐς, κάλλαιον δεν φαίνεται πιθανή. Τέλος, λόγω της ευρείας χρήσεως του καλ(λ)άινου χρώματος στην κεραμεική υποστηρίχθηκε η προέλευση αυτών τών λέξεων από την Αίγυπτο. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «ο κατασκευασμένος από καλάι ή όμοιος με καλάι» προέρχεται από τον τ. καλάϊ + κατάλ. -ινος].

Greek Monotonic

κᾰλάϊνος: ή καλλάϊνος, -η, -ον όπως το κάλαϊς, αυτός του οποίου αλλάζει το χρώμα, λέγεται για τον πετεινό, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλάϊνος en καλλάϊνος -η -ον blauwgroen.

Frisk Etymological English

καλλ-
Grammatical information: adj.
Meaning: blue-green, bluish, of stones, earthenware etc. (PSI 4, 396, 9 [IIIa], Peripl. M. Rubr. 39 [cod. καλλεανός], AP, Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Adj. in -ινος, seemingly from κάλλαις blue-green stone, turquoise (Plin. NH 37, 151), but this could also be a backformation. Bezzenberger in Fick 2, 73 and Prellwitz 205: to κάλλαιον cocks comb, the feathers of a cock and καλαΐς hen (s. vv.).