σῦφαρ: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(nl) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σῦφαρ, τό, geen verbogen vormen afgeworpen huid. | |elnltext=σῦφαρ, τό, geen verbogen vormen afgeworpen huid. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n. indecl.<br />Meaning: <b class="b2">wrinkled skin</b> (Sophr., Call., Luc. a.o.), also personified <b class="b2">wrinkled, decrepit person</b> (Lyc.), skin of a snake (Luc.), skin on the milk' (sch. Nic. Al., 91, H.)<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Since long in spite of the different meaning compared with Lat. [[sūber]] <b class="b2">cork-oak, cork</b>, what presupposes a loan from a common source. After Pisani Ist. Lomb. 73: 2. 27 here also with loss of the <b class="b3">σ-</b>, <b class="b3">ὕφεαρ</b> [[mistletoe]]; already because of the meaning doubtful. -- Older lit. in Bq and W.-Hofmann s. v. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 3 January 2019
English (LSJ)
τό,
A a piece of old or wrinkled skin, Sophr.55, Call.Fr.49; Slough of a serpent, Luc.Herm.79, cf. Phryn.PS p.114 B. 2 skim of milk, = γραῦς 11, Sch.Nic.Al.91, Hsch. 3 wrinkled fig, Id. II as Adj., σῦφαρ, ὁ, ἡ, wrinkled, decrepit, Lyc.793; between ὠμογέρων and πέμπελος, prob. in Gal.6.379 (cf. Berl.Sitzb.1924.100).
German (Pape)
[Seite 1046] τό, jede alte, runzelige Haut, Callim.; bes. die, welche die sich häutenden Schlangen und Insekten abstreifen, Luc. Herm. 79. – Auch die Haut auf der Milch, sonst γραῦς. – Als adj. = sehr alt, σῦφαρ θανεῖται, Lycophr. 793; γέρων, ὑπεργέρων, ὁ λίαν γεγηρακώς, E. M
Greek (Liddell-Scott)
σῦφαρ: τό, ταμάχιον παλαιοῦ καὶ ἐρρυτιδωμένου δέρματος, Σώφρων παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 736, Καλλ. Ἀποστ. 49· τὸ ἔνδυμα, ἤτοι τὸ ὑποκάμισον τοῦ ὄφεως, Λατιν, exuviae, Λουκ. Ἑρμότ. 79, πρβλ. Α. Β. 66. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρῶδες, τὸ ἄνθος τοῦ γάλακτος, = γραῦς, Ἡσύχ. 3) σῦκον ἐρρυτιδωμένον, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. σῦφαρ, ὁ, ἡ, ἐρρυτιδωμένος, καταπεπονημένος, λίαν γεγηρακώς, Λυκοῦργ. 793.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
vieille peau dont se dépouillent les reptiles, les insectes.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê emprunté à la même langue que le lat. suber « liège ».
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. κομμάτι παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος
2. ως επίθ. ὁ, ἡ σῦφαρ
ρυτιδωμένος, γερασμένος
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, ἄνθος τοῡ γάλακτος, γραῡς»
β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»
4. φρ. «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» — το δέρμα του φιδιού (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. σῦφαρ και το λατ. sũber «φελλός, δρυς» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια κοινή ρίζα με αρκτικό σ-. Η άποψη αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -φ-/ -b- στους δύο τ., αντίστοιχα].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῦφαρ, τό, geen verbogen vormen afgeworpen huid.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. indecl.
Meaning: wrinkled skin (Sophr., Call., Luc. a.o.), also personified wrinkled, decrepit person (Lyc.), skin of a snake (Luc.), skin on the milk' (sch. Nic. Al., 91, H.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Since long in spite of the different meaning compared with Lat. sūber cork-oak, cork, what presupposes a loan from a common source. After Pisani Ist. Lomb. 73: 2. 27 here also with loss of the σ-, ὕφεαρ mistletoe; already because of the meaning doubtful. -- Older lit. in Bq and W.-Hofmann s. v.