διοίχομαι: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διοίχομαι:''' <b class="num">1)</b> проходить, кончаться, истекать: ὁ [[λόγος]] διοίχεται Soph. речь (моя) окончена; αἱ ἡμέραι [[ὑμῖν]] τοῦ ἀριθμοῦ [[διοίχηνται]] (v. l. διοιχέαται) Her. назначенное вам число дней истекло; ἡ [[δίκη]] διοίχεται Eur. правосудие совершилось;<br /><b class="num">2)</b> погибнуть, пропасть ([[Αἴας]] διοίχεται Soph.; δ. ὑπὸ συμφορᾶς Eur.; ἀπολομένης τῆς ψυχῆς τὸ [[σῶμα]] διοίχοιτο Plat.): [[διοίχομαι]] или τἀμὰ διοίχεται Arph. я пропал. | |elrutext='''διοίχομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> проходить, кончаться, истекать: ὁ [[λόγος]] διοίχεται Soph. речь (моя) окончена; αἱ ἡμέραι [[ὑμῖν]] τοῦ ἀριθμοῦ [[διοίχηνται]] (v. l. διοιχέαται) Her. назначенное вам число дней истекло; ἡ [[δίκη]] διοίχεται Eur. правосудие совершилось;<br /><b class="num">2)</b> погибнуть, пропасть ([[Αἴας]] διοίχεται Soph.; δ. ὑπὸ συμφορᾶς Eur.; ἀπολομένης τῆς ψυχῆς τὸ [[σῶμα]] διοίχοιτο Plat.): [[διοίχομαι]] или τἀμὰ διοίχεται Arph. я пропал. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 6 January 2019
English (LSJ)
fut. -οιχήσομαι: pf.
A -οίχημαι Hdt.4.136:—to be quite gone by, ἡμέραι διοίχηνται Id. l. c.; of persons and things, to be clean gone, to have perished, τἀμὰ γὰρ διοίχεται A.Fr.138, cf. S.Aj.973, E. Or.181 (lyr.), Ar.Th.609, etc.; rare in Prose, Hdt. l.c., Pl.Phd. 87e. II to be gone through, ended, ὁ λόγος διοίχεται S.OC574 (codd. recc. for διέρχεται) ; χἠ δίκη δ. E.Supp.530.
Greek (Liddell-Scott)
διοίχομαι: μέλλ. -οιχήσομαι˙ πρκμ. -οίχημαι Ἡρόδ. 4. 136˙ ἀποθ.˙ -ἐντελῶς ἔχω παρέλθει· ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἐπὶ προσώπων, παρῆλθον καὶ ἀπῆλθον, ἐχάθην, Λατ. periisse, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 133, Σοφ. Αἴ. 973, Εὐρ., κτλ.˙ σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Φαίδωνι 87 Ε. ΙΙ. τελειώνω, λήγω, ὁ λόγος διοίχεται Σοφ. Ο. Κ. 574 (ἐκ διορθώσεως κατά τινα μεταγεν. χφα ἀντὶ διέρχεται)˙ χὴ δίκη δ. Εὐρ. Ἱκέτ. 530.
French (Bailly abrégé)
1 passer, s’écouler;
2 être terminé ; être fini, être perdu.
Étymologie: διά, οἴχομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. διοίχημαι Hdt.4.136]
1 pasar el tiempo, en sent. temp. concluir αἵ τε ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται se os han pasado los días Hdt.l.c.
•ref. la vida morir ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας ... διοίχεται S.Ai.973, τὸ σῶμα ... ταχὺ σαπὲν διοίχοιτο Pl.Phd.87e
•pres. c. valor de perf. concluir, cumplirse χὠ λόγος διοίχεται el discurso ha concluido S.OC 574, χἠ δίκη διοίχεται y la justicia se ha cumplido E.Supp.530.
2 fig. estar perdido, arruinado, morir τἀμὰ γὰρ διοίχεται mi vida ha terminado A.Fr.138, cf. Ec.393, ὅταν δὲ μὴ τύχῃ, διοίχεται E.IA 958, cf. Or.855, Io 765, ὑπὸ γὰρ ἀλγέων ὑπό τε συμφορᾶς διοιχόμεθ', οἰχόμεθα E.Or.181, θεράπευσον ἡμᾶς, εἰ δὲ μή, διοίχομαι Luc.Ocyp.157, cf. Ar.Th.609, AP 5.162 (Asclep.), de los sentidos ὡς ἀλλότρια διοιχόμενα perdidos como si fueran ajenos Longin.10.3.
Greek Monolingual
διοίχομαι (Α) οίχομαι
1. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω
2. (για πρόσωπα και πράγματα) αφανίζομαι, χάνομαι, διαλύομαι
3. λήγω, τελειώνω («ὁ λόγος διοίχεται», «ἡ δίκη διοίχεται»).
Greek Monotonic
διοίχομαι: μέλ. -οιχήσομαι, παρακ. -οίχημαι, αποθ.:
I. έχω εντελώς περάσει, παρέλθει, έχω διαβεί, λέγεται για χρόνο, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, παρέρχομαι, απέρχομαι, χάνομαι, αφανίζομαι, Λατ. periisse, σε Σοφ., Ευρ.
II. τελειώνω, λήγω, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διοίχομαι:
1) проходить, кончаться, истекать: ὁ λόγος διοίχεται Soph. речь (моя) окончена; αἱ ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται (v. l. διοιχέαται) Her. назначенное вам число дней истекло; ἡ δίκη διοίχεται Eur. правосудие совершилось;
2) погибнуть, пропасть (Αἴας διοίχεται Soph.; δ. ὑπὸ συμφορᾶς Eur.; ἀπολομένης τῆς ψυχῆς τὸ σῶμα διοίχοιτο Plat.): διοίχομαι или τἀμὰ διοίχεται Arph. я пропал.