θρεπτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θρεπτήριος:''' <b class="num">1)</b> питающий, кормящий ([[μαστός]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> служащий наградой за воспитание ([[πλόκαμος]] Ἰνάχῳ θ. Aesch.).
|elrutext='''θρεπτήριος:'''<br /><b class="num">1)</b> питающий, кормящий ([[μαστός]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> служащий наградой за воспитание ([[πλόκαμος]] Ἰνάχῳ θ. Aesch.).
}}
}}

Revision as of 15:55, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρεπτήριος Medium diacritics: θρεπτήριος Low diacritics: θρεπτήριος Capitals: ΘΡΕΠΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: threptḗrios Transliteration B: threptērios Transliteration C: threptirios Beta Code: qrepth/rios

English (LSJ)

ον,

   A feeding, nourishing, μαστός A.Ch.545.    II πλόκαμος Ἰνάχῳ θ. hair dedicated as a thank-offering to Inachus, ib. 6.    III Subst. θρεπτήριον, τό,= θρεπτάριον, PLond.5.1708.248 (vi A.D.).    2 pl., θρεπτήρια, τά, reward for rearing, made to nurses by parents, h.Cer.168,223; also, return made by children for their rearing (Att. τροφεῖα), Hes.Op.188, Ael.VH2.7.    b nourishment, τὰ . . νηδύος θ. S.OC1263.

German (Pape)

[Seite 1217] 1) ernährend, μασθός Aesch. Ch. 538; τὰ θρεπτήρια, al Nahrungsmittel, νηδύος Soph. O. C. 1265, b) Lohn für die Ernährung, Ammenlohn, ἀπὸ θρεπτήρια δοίη H. h. Cer. 168. 223, auch der Lohn, den die Kinder den Eltern erstatten, Hes. O. 186, s. τροφεῖον. – 2) ernährt, πλόκαμος Ἰνάχῳ θρ., die man für den In. hat wachsen lassen, Aesch. Ch. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit ; subst. τὰ θρεπτήρια nourriture, secours que donnent des enfants à leurs parents âgés;
2 que l’on offre pour prix de soins nourriciers.
Étymologie: τρέφω.

Greek Monolingual

θρεπτήριος, -ον (ΑΜ) θρεπτήρ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτήριον
τόπος διατροφής και ανατροφής
αρχ.
1. ικανός και κατάλληλος να τρέφει, θρεπτικός
2. αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί
3. τα προς το ζην, η τροφή
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) α) τὰ θρεπτήρια
η αμοιβή που δινόταν από τους γονείς σε τροφούς ή παιδαγωγούς τών παιδιών τους, τα θρέπτρα
β) τα έξοδα ανατροφής που ανταπέδιδαν τα παιδιά στους γονείς.

Greek Monotonic

θρεπτήριος: -ον (τρέφω),
I. αυτός που είναι σε θέση να θρέψει ή να μεγαλώσει κάποιον, θρεπτικός, σε Αισχύλ.
II. πλόκαμος θρεπτήριος, μακριά κόμη που προσφέρεται σαν αφιέρωμα σε θεό, στον ίδ.
III. 1. θρεπτήρια, τά, αμοιβές για ανατροφή, σε Ομηρ. Ύμν.· επίσης, οι αντιπροσφορές που γίνονται από τα παιδιά προς τους γονείς για την ανατροφή τους, σε Ησίοδ.
2. = τροφή, θρέψη, διατροφή, συντήρηση, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θρεπτήριος:
1) питающий, кормящий (μαστός Aesch.);
2) служащий наградой за воспитание (πλόκαμος Ἰνάχῳ θ. Aesch.).