σιτώνης: Difference between revisions
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
(4) |
m (Text replacement - "" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑτώνης''': -ου, ὁ, ([[ὠνέομαι]]) ὁ ἀγοράζων σῖτον, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἀγορὰν σίτου, [[ὑπάλληλος]] ἐν πολλαῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, [[οἷον]] ἐν Ἀθήναις, Δημ. 310. 1˙ ἐν Λακωνικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370˙ ἐν Θυατείροις, 3490˙ ἐν Ταυρομενίῳ, 5640 Ι. 32, κ. ἀλλ.˙ πρβλ. [[σιταγέρτης]] | |lstext='''σῑτώνης''': -ου, ὁ, ([[ὠνέομαι]]) ὁ ἀγοράζων σῖτον, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἀγορὰν σίτου, [[ὑπάλληλος]] ἐν πολλαῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, [[οἷον]] ἐν Ἀθήναις, Δημ. 310. 1˙ ἐν Λακωνικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370˙ ἐν Θυατείροις, 3490˙ ἐν Ταυρομενίῳ, 5640 Ι. 32, κ. ἀλλ.˙ πρβλ. [[σιταγέρτης]]·- σῑτωνέω, εἶμαι [[σιτώνης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1370., 1058Α. 65. ΙΙ. [[ἔμπορος]] σίτου, Λιβάν. 4. 164, Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 16:59, 6 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὠνέομαι)
A public buyer of corn, an officer in many Greek states, as at Athens, D.18.248, IG22.792.11; at Samos, SIG976.45 (ii B.C.); in Laconia, IG5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, IGRom.4.1228.
German (Pape)
[Seite 887] ὁ, Getreidekäufer, Commissär zum Getreideaufkauf; Dem. 18, 248; Plut. X. oratt. p. 262.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτώνης: -ου, ὁ, (ὠνέομαι) ὁ ἀγοράζων σῖτον, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἀγορὰν σίτου, ὑπάλληλος ἐν πολλαῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἷον ἐν Ἀθήναις, Δημ. 310. 1˙ ἐν Λακωνικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370˙ ἐν Θυατείροις, 3490˙ ἐν Ταυρομενίῳ, 5640 Ι. 32, κ. ἀλλ.˙ πρβλ. σιταγέρτης·- σῑτωνέω, εἶμαι σιτώνης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370., 1058Α. 65. ΙΙ. ἔμπορος σίτου, Λιβάν. 4. 164, Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
à Athènes commissaire chargé des achats de blé.
Étymologie: σῖτος, ὠνέομαι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που αγοράζει σιτάρι
2. ονομασία δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, του οποίου έργο ήταν η αγορά ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό του δημοσίου καθώς και η μεταπώλησή τους κατά τρόπο ώστε να υπάρχει επάρκεια και να καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού σε αυτό το είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οιν-ώνης].
Greek Monotonic
σῑτώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει σιτηρά, προμηθευτής σιτηρών, σιτιστής, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτώνης -ου, ὁ [σῖτος, ὠνέομαι] officiële graankoper.
Russian (Dvoretsky)
σῑτώνης: ου ὁ (в Афинах) ситон (государственный уполномоченный по закупке хлеба) Dem., Plut.