Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζηλήμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζηλήμων''': -ον, γεν. -ονος ([[ζηλέω]]) [[ζηλότυπος]], σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Ὀδ. Ε. 118˙ καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 30, Ὀππ. Κ. 3. 191, Μουσαῖ. 36, 37, Ἀνθ. Π. 3. πρβλ. [[δύσζηλος]].
|lstext='''ζηλήμων''': -ον, γεν. -ονος ([[ζηλέω]]) [[ζηλότυπος]], σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Ὀδ. Ε. 118· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 30, Ὀππ. Κ. 3. 191, Μουσαῖ. 36, 37, Ἀνθ. Π. 3. πρβλ. [[δύσζηλος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλήμων Medium diacritics: ζηλήμων Low diacritics: ζηλήμων Capitals: ΖΗΛΗΜΩΝ
Transliteration A: zēlḗmōn Transliteration B: zēlēmōn Transliteration C: zilimon Beta Code: zhlh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ζηλέω)

   A jealous, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Od.5.118; and late Ep., as Call.Dian.30, Opp.C.3.191, Musae.36, 37; μῆνις AP3.7 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1138] ον, neidisch, von den Göttern, Od. 5, 118; eifersüchtig, bei sp. D., wie Mus. 36; Opp. C. 3, 191, τινός; vgl. Callim. Dian. 30. Auch Dionysus heißt Anth. IX, 524, 7 so. Vgl. ζηλαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλήμων: -ον, γεν. -ονος (ζηλέω) ζηλότυπος, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Ὀδ. Ε. 118· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 30, Ὀππ. Κ. 3. 191, Μουσαῖ. 36, 37, Ἀνθ. Π. 3. 7· πρβλ. δύσζηλος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
envieux, jaloux de, gén..
Étymologie: ζῆλος.

English (Autenrieth)

(ζῆλος): jealous, grudging, Od. 5.118†.

Greek Monolingual

ζηλήμων, -ον (Α)
1. φθονερός, ζηλότυπος
2. αυτός που έχει ζήλο, θερμό ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + κατάλ. -ημών (πρβλ. αιδ-ήμων, ελε-ήμων)].

Greek Monotonic

ζηλήμων: -ον (ζηλέω), γεν. -ονος, ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλόφθονος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ζηλήμων: 2, gen. ονος завистливый, ревнивый (θεοί Hom.; Διόνυσος Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλήμων -ον [ζῆλος] jaloers, afgunstig:. ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων bij uitstek afgunstig (van de goden) Od. 5.118.