εξυπνώ: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(12)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξυπνώ]], -άω (Μ ἐξυπνῶ, -άω και -έω)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] κάποιον απ' τον ύπνο, [[αφυπνίζω]]<br /><b>2.</b> σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι<br /><b>3.</b> [[συνέρχομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]] την [[πραγματικότητα]]<br /><b>4.</b> (για νεκρό) [[ζωντανεύω]], ανασταίνομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν εξύπνησε [[ακόμη]]» — δεν έχει καταλάβει την [[πραγματικότητα]] ή [[είναι]] εντελώς [[απονήρευτος]].———————— <b>(II)</b><br />ἐξυπνῶ, -όω (Α)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]] από ανόητη [[απασχόληση]] («οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν;», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[υπνώ]] «[[κοιμίζω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξυπνώ]], -άω (Μ ἐξυπνῶ, -άω και -έω)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] κάποιον απ' τον ύπνο, [[αφυπνίζω]]<br /><b>2.</b> σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι<br /><b>3.</b> [[συνέρχομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]] την [[πραγματικότητα]]<br /><b>4.</b> (για νεκρό) [[ζωντανεύω]], ανασταίνομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν εξύπνησε [[ακόμη]]» — δεν έχει καταλάβει την [[πραγματικότητα]] ή [[είναι]] εντελώς [[απονήρευτος]].<br /><b>(II)</b><br />ἐξυπνῶ, -όω (Α)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]] από ανόητη [[απασχόληση]] («οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν;», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[υπνώ]] «[[κοιμίζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
και ξυπνώ, -άω (Μ ἐξυπνῶ, -άω και -έω)
1. σηκώνω κάποιον απ' τον ύπνο, αφυπνίζω
2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι
3. συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα
4. (για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαι
νεοελλ.
φρ. «δεν εξύπνησε ακόμη» — δεν έχει καταλάβει την πραγματικότητα ή είναι εντελώς απονήρευτος.
(II)
ἐξυπνῶ, -όω (Α)
1. σηκώνω από τον ύπνο
2. συνέρχομαι από ανόητη απασχόληση («οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν;», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + υπνώ «κοιμίζω»].