γάζα: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(1) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ημιδιαφανές ύφασμα μεταξωτό, λινό ή βαμβακερό<br /><b>2.</b> διάφανο κεφαλομάντηλο<br /><b>3.</b> «[[φαρμακευτική]] ή [[χειρουργική]] [[γάζα]]» — αποστειρωμένα κομμάτια ή ταινίες λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιούνται για [[επικάλυψη]] και [[επίδεση]] τραυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε από την [[ονομασία]] της Γάζας, πόλης της Παλαιστίνης, και εισήλθε στην Ελληνική μέσω του τουρκικού <i>jc</i> (γαζ) «[[γάζα]]» ή του γαλλ. <i>gaze</i> «[[γάζα]]». Πρβλ. γερμ. <i>Gaze</i>, αγγλ. <i>gauze</i>, ισπ. <i>gaza</i>,. ιταλ. <i>garza</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ημιδιαφανές ύφασμα μεταξωτό, λινό ή βαμβακερό<br /><b>2.</b> διάφανο κεφαλομάντηλο<br /><b>3.</b> «[[φαρμακευτική]] ή [[χειρουργική]] [[γάζα]]» — αποστειρωμένα κομμάτια ή ταινίες λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιούνται για [[επικάλυψη]] και [[επίδεση]] τραυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε από την [[ονομασία]] της Γάζας, πόλης της Παλαιστίνης, και εισήλθε στην Ελληνική μέσω του τουρκικού <i>jc</i> (γαζ) «[[γάζα]]» ή του γαλλ. <i>gaze</i> «[[γάζα]]». Πρβλ. γερμ. <i>Gaze</i>, αγγλ. <i>gauze</i>, ισπ. <i>gaza</i>,. ιταλ. <i>garza</i>].<br /><b>(II)</b><br />η (Α)<br /><b>1.</b> [[θησαυρός]], πολύτιμα αντικείμενα αποθηκευμένα σε [[θησαυροφυλάκιο]]<br /><b>2.</b> μεγάλο χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] από την Περσική (<b>[[πρβλ]].</b> μσν. περσικό <i>ganj</i>). Η λατ. [[λέξη]] <i>gaza</i>, όπως [[πιθανώς]] και η συρ. <i>gaz</i><i>ā</i>, [[είναι]] με τη [[σειρά]] τους δάνεια από την Ελληνική]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:08, 8 January 2019
English (LSJ)
[γᾱ], ἡ,
A treasure, Thphr.HP8.11.5, OGI54.22(iii B. C.), Epigr. ap.Str.14.1.39, LXX 2 Es.5.17, Act.Ap.8.27, etc.; ἐκ τῆς βασιλικῆς γ. D.S.17.35. II large sum of money, Plb.11.34.12. (Persian word.)
German (Pape)
[Seite 470] ἡ, (persisches Wort), der königliche Schatz, D. Sic.; übh. eine Summe Geldes, Poll. 11, 34. 22, 26; aber 26, 6 werden τὰ χρήματα καὶ ἡ γάζα vbdn, wo an andere Kostbarkeiten zu denken.
Greek (Liddell-Scott)
γάζα: ἡ, θησαυρός, Θεόφρ. Ἱ.Φ. 8.11,5, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Α.22· ἐκ τῆς βασιλικῆς γ. Διόδ. 17.35· παρὰ Πολυβ., ποσότης τις χρημάτων, 11.34,12, κτλ. (Ἡ λέξις λέγεται Περσική).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 le trésor du roi de Perse ; trésor royal;
2 p. ext. grosse somme d’argent.
Étymologie: mot persan.
English (Abbott-Smith)
† γάζα, -ης, ἡ (a Persian word), [in LXX for גִּנְזִין, II Es 5:17 6:1 7:20, 21, Es 4:7; גִּזְבָּר, II Es 7:21; Is 39:2*;]
treasure: Ac 8:27.†
English (Strong)
of foreign origin; a treasure: treasure.
Greek Monolingual
(I)
η
1. λεπτό ημιδιαφανές ύφασμα μεταξωτό, λινό ή βαμβακερό
2. διάφανο κεφαλομάντηλο
3. «φαρμακευτική ή χειρουργική γάζα» — αποστειρωμένα κομμάτια ή ταινίες λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιούνται για επικάλυψη και επίδεση τραυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε από την ονομασία της Γάζας, πόλης της Παλαιστίνης, και εισήλθε στην Ελληνική μέσω του τουρκικού jc (γαζ) «γάζα» ή του γαλλ. gaze «γάζα». Πρβλ. γερμ. Gaze, αγγλ. gauze, ισπ. gaza,. ιταλ. garza].
(II)
η (Α)
1. θησαυρός, πολύτιμα αντικείμενα αποθηκευμένα σε θησαυροφυλάκιο
2. μεγάλο χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από την Περσική (πρβλ. μσν. περσικό ganj). Η λατ. λέξη gaza, όπως πιθανώς και η συρ. gazā, είναι με τη σειρά τους δάνεια από την Ελληνική].
Greek Monotonic
γάζα: ἡ, Λατ. gaza, θησαυρός, σε Θεόκρ. (περσική λέξη).
Russian (Dvoretsky)
γάζα: ἡ перс.
1) царская казна, казнохранилище (ἡ βασιλικὴ γ. Diod.);
2) денежная сумма (ἡ γ. ἡ ὁμολογηθεῖσά τινι Polyb.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: (royal) traesury (Thphr., OGI 54, 22 [IIIa]);
Compounds: γαζο-φύλαξ (LXX).
Derivatives: None.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Pers.
Etymology: Acc. to Pomp. Mela 1, 64 a. o. Persian, cf. MPers. ganj, of Median origin (Mayrhofer WienAkadAnz. 1968: 1, 13f); Mayrhofer KEWA 1, 315 gañja-. Also Arm. ganǰ. From Gr. Lat. gaza; also Syr. gazā.