Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰνωπός: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰνωπός:''' и 3 Theocr., Eur., Arst., Plut. = [[Οἶνοψ]].
|elrutext='''οἰνωπός:''' и 3 Theocr., Eur., Arst., Plut. = [[Οἶνοψ]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰν-ωπός, ή, όν = [[οἶνοψ]], Eur.]<br />of a [[fresh]], [[ruddy]] [[complexion]], Eur., Theocr.
}}
}}

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνωπός Medium diacritics: οἰνωπός Low diacritics: οινωπός Capitals: ΟΙΝΩΠΟΣ
Transliteration A: oinōpós Transliteration B: oinōpos Transliteration C: oinopos Beta Code: oi)nwpo/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Or.115 :—=

   A οἶνοψ, βότρυς Semon.180, E.Hyps.Fr.41.111 ; οἰ. ἄχνη, i. e. wine, Id.Or. l.c. ; οἰ. δράκων Id.IT 1245 (lyr.) ; ruddy-complexioned, γένυς, of Dionysus, Id.Ba.438 ; of Polydeuces, Theoc.22.34 ; but, dark-complexioned, Hp.Mul.2.111 ; black mixed with bright light, Arist.Col.792b6 ; ὀφθαλμοί Id.Phgn. 812b6 ; dark, of ivy, prob. in S.OC674 (lyr.) ; of the fruit of the ἀρία, = φελλόδρυς, Thphr.HP3.16.3 ; of the οἰνάς 11, Arist.Fr.347 ; ἰχώρ Philum.Ven.18.2.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνωπός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, = οἶνοψ, βότρυς Σιμωνίδ. 190· οἰν. ἄχνη, δηλ. οἶνος, Εὐρ. Ὀρ. 115· οἰν. δράκων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1245· ὡσαύτως, ἐπὶ φαιδροῦ καὶ ἐρυθροῦ προσώπου, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 236, πρβλ. 438, Θεόκρ. 22. 34· ὡσαύτως, οἰν. ὀφθαλμοὶ Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 38.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. οἶνοψ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α οἰνωπός, -ή, -όν, θηλ. και -ός) οίνοψ
αυτός που έχει το χρώμα του κρασιού, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος
αρχ.
1. ερυθρωπός, κοκκινωπός («οὐδ' ὠχρός, οὐδ' ἤλλαξεν οἰνωπὸν γέ
νυν», Ευρ.)
2. μαυρειδερός, μελαψός
3. μαύρος και γυαλιστερός.

Greek Monotonic

οἰνωπός: -ή, -όν και -ός, -όν, = οἶνοψ, σε Ευρ.· αυτός που έχει νεανική και ροδαλή επιδερμίδα, στον ίδ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνωπός: и 3 Theocr., Eur., Arst., Plut. = Οἶνοψ.

Middle Liddell

οἰν-ωπός, ή, όν = οἶνοψ, Eur.]
of a fresh, ruddy complexion, Eur., Theocr.