οὐρία: Difference between revisions
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ούριος]] (Ι). | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ούριος]] (Ι).<br /> <b>(II)</b><br />η (Α [[οὐρία]])<br />το [[πτηνό]] [[ούρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[ουρώ]]].<br /> <b>(III)</b><br />η<br />(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική [[ένωση]], διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο [[προϊόν]] του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους [[ιχθύς]] και εμφανίζεται στα [[ούρα]], στο [[αίμα]], στη [[χολή]], στο [[γάλα]] και στον [[ιδρώτα]], αλλ. [[καρβαμίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο σύνθ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>uree</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>urina</i> «[[ούρο]]», <b>βλ. λ.</b> [[ουρώ]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].<br />η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] χαραδριόμορφων πτηνών στο οποίο ανήκουν ασπρόμαυρα θαλασσοπούλια που φωλιάζουν [[κατά]] [[σμήνη]] σε απότομους βράχους. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οὐρία:''' ἡ (sc. [[πνοή]]) благоприятный (попутный) ветер: ἐξ οὐρίας [[πλεῖν]] Polyb. плыть с попутным ветром; οὐρίᾳ ἐφιέναι Plat. пускаться (в путь) с попутным ветром. | |elrutext='''οὐρία:''' ἡ (sc. [[πνοή]]) благоприятный (попутный) ветер: ἐξ οὐρίας [[πλεῖν]] Polyb. плыть с попутным ветром; οὐρίᾳ ἐφιέναι Plat. пускаться (в путь) с попутным ветром. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A v. οὔριος 11.2.
οὐρία, ἡ,
A a water-bird, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e.
German (Pape)
[Seite 418] ἡ, = οὖρος, s. οὔριος. ἡ, ein Wasservogel, Ath. IX, 395 e.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. οὔριος ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
(I)
οὐρία, ἡ (Α)
βλ. ούριος (Ι).
(II)
η (Α οὐρία)
το πτηνό ούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ουρώ].
(III)
η
(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο προϊόν του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους ιχθύς και εμφανίζεται στα ούρα, στο αίμα, στη χολή, στο γάλα και στον ιδρώτα, αλλ. καρβαμίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. uree (< λατ. urina «ούρο», βλ. λ. ουρώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].
η
ζωολ. γένος χαραδριόμορφων πτηνών στο οποίο ανήκουν ασπρόμαυρα θαλασσοπούλια που φωλιάζουν κατά σμήνη σε απότομους βράχους.
Russian (Dvoretsky)
οὐρία: ἡ (sc. πνοή) благоприятный (попутный) ветер: ἐξ οὐρίας πλεῖν Polyb. плыть с попутным ветром; οὐρίᾳ ἐφιέναι Plat. пускаться (в путь) с попутным ветром.