αἰσχρήμων: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(2)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰσχρήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[αἰσχρός]]), αναίσχυντος, [[αδιάντροπος]], [[ακόλαστος]], [[αχρείος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''αἰσχρήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[αἰσχρός]]), αναίσχυντος, [[αδιάντροπος]], [[ακόλαστος]], [[αχρείος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αἰσχρός]]<br />[[shameful]], Anth.
}}
}}

Revision as of 12:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρήμων Medium diacritics: αἰσχρήμων Low diacritics: αισχρήμων Capitals: ΑΙΣΧΡΗΜΩΝ
Transliteration A: aischrḗmōn Transliteration B: aischrēmōn Transliteration C: aischrimon Beta Code: ai)sxrh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A shameful, base, APl.1.15*(dub.); ἀσχήμων Porson.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρήμων: -ον, γεν. ονος, (αἰσχρός) = ἀκόλαστος, ἀναίσχυντος, φαῦλος, Ἀνθ. Πλαν. 1. 15*, ἔνθα ἄλλη γραφ. αἰσχήμων· (ὡς ἐν νεωτέρῳ Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1046 ἐκδ. Erf.)· ὁ Πόρσ. ἐν Φοιν. 1622 ἀναγινώσκει ἀσχήμων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
c. αἰσχρός.

Greek Monotonic

αἰσχρήμων: -ον, γεν. -ονος (αἰσχρός), αναίσχυντος, αδιάντροπος, ακόλαστος, αχρείος, σε Ανθ.

Middle Liddell

αἰσχρός
shameful, Anth.