αἰολόμητις: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(1) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αἰολόμητις:''' ιος adj. хитроумный, изобретательный ([[Προμηθεύς]] Hes.; [[θεός]], sc. Ἣρα Aesch.). | |elrutext='''αἰολόμητις:''' ιος adj. хитроумный, изобретательный ([[Προμηθεύς]] Hes.; [[θεός]], sc. Ἣρα Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />[[full]] of [[various]] wiles, Hes., Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ιος, ὁ, ἡ,
A full of various wiles, like αἰολόβουλος, Hes.Th.511, A.Supp.1036 (lyr.); also αἰολο-μήτης, ου, ὁ, Hes.Fr.7 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰολόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, = πλήρης ποικίλων δόλων, ὡς τὸ αἰολόβουλος, Ἡσ. Θ. 511, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1037· ὡσαύτως καὶ αἰολομήτης, ου, ὁ, Ἡσ. Ἀποσπ. 28.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
fertile en ruses.
Étymologie: αἰόλος, μῆτις.
Spanish (DGE)
-ιος
de mente retorcida o ingeniosa Προμηθεύς Hes.Th.511, Κύπρις A.Supp.1036, Ὀδυσσεύς Opp.H.2.503, Αἰακός Nonn.D.37.580, πούλυπος Nonn.D.1.279, Ἔρως Musae.198.
Greek Monotonic
αἰολόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, γεμάτος από διαφόρους δόλους, πανουργίες, τεχνάσματα, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἰολόμητις: ιος adj. хитроумный, изобретательный (Προμηθεύς Hes.; θεός, sc. Ἣρα Aesch.).