νοτία: Difference between revisions
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νοτία:''' ἡ влага Arst.: νοτίαι εἰαριναί Hom. весенние дожди. | |elrutext='''νοτία:''' ἡ влага Arst.: νοτίαι εἰαριναί Hom. весенние дожди. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νοτία]], ἡ, [[νότος]]<br />wet, νοτίαι εἰαριναί [[spring]] rains, Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:13, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A damp, moisture, νοτίαι εἰαριναί spring showers, Il.8.307 : abs., wet weather, Arist. HA551a3, Thphr.HP7.14.1. II ν. φυσική natural moisture of the body, Paul.Aeg.6.24. III a meteorite supposed to fall in wet weather, Plin.HN37.176.
Greek (Liddell-Scott)
νοτία: ἡ, ἡ καὶ ὀμβρία, λίθος τις τῶν τιμίων, Plin. h. n. XXXVII, 65.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
humidité, pluie.
Étymologie: νότος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ νοτία, Α ιων. τ. νοτίη)
καιρός γεμάτος υγρασία, υγρός καιρός
νεοελλ.
το μεσημβρινό σημείο του ορίζοντα
νεοελλ.-μσν.
άνεμος που πνέει από τον νότο και φέρνει υγρασία καθώς περνά από τη θάλασσα, ο νοτιάς, η όστρια («η τύχη ασκώνοντας νοτιά με κύματ' άγριας μπόρας», Ζερβ.)
αρχ.
1. μετεωρίτης για τον οποίο πίστευαν ότι έπεφτε σε περίοδο μεγάλης υγρασίας
2. (στον Ομ. συν. στον πληθ.) αἱ νοτίαι
οι βροχές
3. φρ. α) «νοτίαι ἐαριναί» — οι πρώτες βροχές της άνοιξης
β) «νοτία φυσική» — η υγρασία του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. νοτία (αὔρα, πνοή) του επιθ. νότιος.
Greek Monotonic
νοτία: ἡ (νότος), υγρότητα, υγρασία· νοτίαι εἰαριναί, ανοιξιάτικες βροχές, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
νοτία: ἡ влага Arst.: νοτίαι εἰαριναί Hom. весенние дожди.