παλιρρύμη: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰλιρρύμη:''' Polyb. [[παλινρύμη|πᾰλινρύμη]] (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> обратное движение, отлив (τοῦ σάλου Plut.);<br /><b class="num">2)</b> превратность (τύχης Polyb.). | |elrutext='''πᾰλιρρύμη:''' Polyb. [[παλινρύμη|πᾰλινρύμη]] (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> обратное движение, отлив (τοῦ σάλου Plut.);<br /><b class="num">2)</b> превратность (τύχης Polyb.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πᾰλιρ-ρύ¯μη, ἡ,<br />a [[rush]] [[backwards]], [[back]]-[[flow]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 9 January 2019
English (LSJ)
or πᾰλιν-ρύμη [ῡ], ἡ,
A rush backwards, back-flow, τοῦ σάλου Plu.Flam.10; π. τύχης a reverse of fortune, Plb. 15.7.1, D.S.3.51 (mostly and perh. rightly written divisim in codd.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιρρύμη: ἢ παλινρύμη [ῡ], ἡ, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁρμὴ ἢ φορά, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁρή, τοῦ σάλου Πλουτ. Φλαμιν. 10· τῆς τύχης … παλιρρύμην, καταδρομήν, καταφορὰν τῆς τύχης, Πολύβ. 15. 7, 1, Διόδ. 3. 51, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα πάλιν ῥύμη, ὡς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mouvement en sens inverse, retour.
Étymologie: πάλιν, ῥέω.
Greek Monolingual
παλιρρύμη και παλινρύμη, ἡ (Α)
1. η προς τα πίσω κίνηση
2. φρ. «παλιρρύμη τῆς τύχης» — η μεταστροφή της τύχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥύμη «ροπή, δύναμη, ορμή»].
Greek Monotonic
πᾰλιρρύμη: [ῡ], ἡ, ορμή προς τα πίσω, ροή προς τα πίσω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιρρύμη: Polyb. πᾰλινρύμη (ῠ) ἡ
1) обратное движение, отлив (τοῦ σάλου Plut.);
2) превратность (τύχης Polyb.).