καπηλικός: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καπηλικός -ή -όν [κάπηλος] winkeliers-, kruideniers-; subst. ἡ καπηλική detailhandel; adv.: καπηλικῶς ἔχει ze is te koop Aristoph. Pl. 1063. | |elnltext=καπηλικός -ή -όν [κάπηλος] winkeliers-, kruideniers-; subst. ἡ καπηλική detailhandel; adv.: καπηλικῶς ἔχει ze is te koop Aristoph. Pl. 1063. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰπηλικός, ή, όν [[κάπηλος]]<br /><b class="num">1.</b> of or for a [[retail]] [[dealer]]: —ἡ καπηλική (sc. τέχνἠ = [[καπηλεία]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> like a [[petty]] [[trader]], [[knavish]], Anth.:—adv., [[καπηλικῶς]] ἔχειν to be vamped up for [[sale]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a κάπηλος, ζυγόν Dinol. 2 (fort. καπανικόν) ; ἀργύρωμα IG11(2).110 (Delos, iii B.C.), cf. 111; mercenary, ἦθος M.Ant.4.28; σοφιστής Poll.4.48; ἡ -ική (sc. τέχνη), = καπηλεία, Pl.Sph.223d, Arist.Pol.1257a18: καπηλικόν, τό, campfollowers, sutlers of an army, Arr.Tact.2.1; but also, tax on retailtraders, BGU1237 (iii/ii B.C.). 2 like a petty trader, knavish, cozening, κ. μέτρα φιλεῦσα AP9.229 (Marc. Arg.); ὕθλος Porph.Chr. 49. Adv. -κῶς, ἔχειν to be vamped up for sale, Ar.Pl.1063; τὰ πράγματα κ. διανέμων Plu.2.369c; in a mercenary spirit, Gal.14.216: Comp. -ώτερον Numen. ap. Eus.PE14.8.
German (Pape)
[Seite 1322] zum Höker, Kleinhändler od. Weinschenker gehörig, im Kleinhandel geübt, geschickt, krämerisch, im Handel betrügerlich; καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); ζυγόν Poll. 10, 177 aus Dinoloch.; – τῆς μεταβλητικῆς ἡ μὲν κατὰ πόλιν ἀλλαγὴ καπηλικὴ προσαγορεύεται, der Verkehr in der Stadt, nicht außer Landes u. über See, Plat. Soph. 223 d, sc. τέχνη, wie Arist. pol. 1, 9; Poll. 7, 9; Sp., auch καπηλικὸς τὴν διάνοιαν, betrügerisches Sinnes. – Adv., καπηλικῶς ἔχειν Ar. Plut. 1063, wie ein Krämer sich benehmen; τὰ πράγματα καπ. διανέμειν Plut. de Is. et. Os. 45; καπηλικῶς χρῆσθαί τινι, mit Etwas schändlichen Wucher treiben.
Greek (Liddell-Scott)
καπηλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάπηλον, Δεινόλοχος παρὰ Πολυδ. Ι΄, 117· μισθωτός, σοφιστής ὁ αὐτ. 4. 48: - ἡ καπηλικὴ (δηλ. τέχνη) = καπηλεία, Πλατ. Σοφιστ. 223D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 4. 2) ὅμοιος πρὸς μικρέμπορον, πανοῦργος, δόλιος, καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα Ἀνθ. Π. 9. 229: - Ἐπίρρ., καπηλικῶς ἔχει, «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθιωμένως ἔχει καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην», ἐπὶ γραίας ἐψιμυθιωμένης, (Σχολ), Ἀριστοφ. Πλ. 1063. Συγκρ. -ώτερον, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 739Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les petits marchands, le petit négoce.
Étymologie: κάπηλος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καπηλικός, -ή, -όν) κάπηλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, αισχροκερδής
2. βάναυσος, χυδαίος, αγροίκος
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ή καπηλική (ενν. τέχνη)
η καπηλεία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καπηλικόν
α) προμηθευτές τροφίμων που ακολουθούσαν τον στρατό
β) φόρος που επιβαλλόταν στις λειανικές πωλήσεις.
επίρρ...
καπηλικώς (Α καπηλικῶς)
με καπηλικό τρόπο («τὰ πράγματα καπηλικῶς διανέμων», Πλούτ.)
νεοελλ.
βάναυσα, χυδαία
αρχ.
πλαστά, με νοθεία.
Greek Monotonic
κᾰπηλικός: -ή, -όν (κάπηλος)·
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε έμπορο λιανικής· ἡ καπηλική (ενν. τέχνη) = καπηλεία, σε Πλάτ.
2. αυτός που μοιάζει στη συμπεριφορά με μικροέμπορο, πανούργος, δόλιος, σε Ανθ.· επίρρ., καπηλικῶς ἔχειν, με μπαλώματα και έτοιμος για πώληση, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰπηλικός:
1) мелкоторговый (πράσεις Arst.);
2) торгашеский, плутовской, жульнический (μέτρα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καπηλικός -ή -όν [κάπηλος] winkeliers-, kruideniers-; subst. ἡ καπηλική detailhandel; adv.: καπηλικῶς ἔχει ze is te koop Aristoph. Pl. 1063.
Middle Liddell
κᾰπηλικός, ή, όν κάπηλος
1. of or for a retail dealer: —ἡ καπηλική (sc. τέχνἠ = καπηλεία, Plat.
2. like a petty trader, knavish, Anth.:—adv., καπηλικῶς ἔχειν to be vamped up for sale, Ar.