αὐτοπάθεια: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐτοπάθεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> собственные впечатления, личный опыт (ἐκ τῆς [[πλάνης]] καὶ θέας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> грам. возвратность. | |elrutext='''αὐτοπάθεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> собственные впечатления, личный опыт (ἐκ τῆς [[πλάνης]] καὶ θέας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> грам. возвратность. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[From [[αὐτοπαθής]]<br />one's own [[feeling]] or [[experience]], Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 9 January 2019
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ,
A one's own experience, ἐξ αὐ. διατίθεσθαι τοὺς λόγους Plb.3.108.2, cf. D.H.Dem. 22, Plu.Lib.1; = ἰδιοπάθεια, primary affection, Gal.8.78. 2 Gramm., of words that are reflexive, opp. transitive, A.D.Synt.147.21.
German (Pape)
[Seite 399] ἡ, Selbsterfahrung, Ueberzeugung, Pol. 3, 108; ἡ ἐκ τῆς πλάνης καὶ θέας 12, 28; τινὸς ἔχειν Dion. Hal. de vi Dem. 22; Selbstempfindung, Plut. frg. I, 1.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπάθεια: ἡ, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 108, 2· αὐτοῦ λέγοντος ἐκείνου τὰ ἑαυτοῦ μετὰ τῆς ἀξιώσεως, ἧς εἶχε τὴν αὐτοπάθειαν Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 1023. 2) παρὰ γραμμ., ἐπὶ λέξεων αὐτοπαθῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς μεταβατ., Ἀπολλών. π. Συντ. 147.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 sentiment personnel, expérience personnelle;
2 t. de gramm. qualité des mots réfléchis (p. opp. à celle des mots transitifs).
Étymologie: αὐτοπαθής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1experiencia propia o personal ἐκ τῆς αὐτοπαθείας ... γίνεσθαι τῆς τῶν συγγραφέων depender de la experiencia personal de los historiadores Plb.12.25h.4, διὰ τῶν ἐκ τῆς αὐτοπαθείας καὶ τριβῆς θεωρημάτων Plb.12.25i.7, cf. 3.108.2, 12.28a.6.
2 sentimiento personal τὰ σχετλιακὰ τῶν ἐπιρρημάτων ἐξ αὐτοπαθείας ἐκπεμπόμενα A.D.Pron.34.30, cf. D.H.Dem.22.
II gram. reflexividad del verbo, A.D.Synt.147.21, 278.16, 306.25.
Greek Monolingual
η (Α αὐτοπάθεια) αυτοπαθής
νεοελλ.
1. το παθαίνει κανείς κάτι από τον ίδιο τον εαυτό του
2. η ιδιότητα ορισμένων λέξεων (κυρίως αντωνυμιών και ρημάτων) να δηλώνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο
αρχ.
η προσωπική πείρα.
Greek Monotonic
αὐτοπάθεια: ἡ, προσωπικά αισθήματα ή προσωπική εμπειρία κάποιου, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοπάθεια: ἡ
1) собственные впечатления, личный опыт (ἐκ τῆς πλάνης καὶ θέας Polyb.);
2) грам. возвратность.
Middle Liddell
[From αὐτοπαθής
one's own feeling or experience, Polyb.