ἀμέλλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμέλλητος:''' не терпящий промедления, неотложный (ἡ πρὸς τὸ καλὸν [[ὁρμή]] Luc.).
|elrutext='''ἀμέλλητος:''' не терпящий промедления, неотложный (ἡ πρὸς τὸ καλὸν [[ὁρμή]] Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μέλλω]]<br />not to be put off, Luc.
}}
}}

Revision as of 15:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέλλητος Medium diacritics: ἀμέλλητος Low diacritics: αμέλλητος Capitals: ΑΜΕΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: améllētos Transliteration B: amellētos Transliteration C: amellitos Beta Code: a)me/llhtos

English (LSJ)

ον,

   A without delay or hesitation, Luc.Nigr.27. Adv. -τως Plb.16.34.12, al.:—also ἀμελλ-ητί Ph.1.172, J.AJ19.6.3, Them. Or.16.208c, Iamb.VP3.14.

German (Pape)

[Seite 121] nicht aufgeschoben, unverzüglich, ὁρμή Luc. Nigr. 27. – Adv., Pol. 4, 71, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλλητος: -ον, ὁ ἄνευ μελλήσεως, ὁ ἄνευ ἀναβολῆς, ἀνυπέρθετος, Λουκ. Νιγρ. 27. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 4. 71, 10, ὡσαύτως ἀμελλητὶ Θεμίστ. 208C: ἴδε λέξ. ἀμέλητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne doit pas être différé.
Étymologie: ἀ, μέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 inaplazable ἡ πρὸς τὸ καλὸν ὁρμή Luc.Nigr.27.
2 adv. -ως sin retraso, sin tardanza, sin demora ἐπέβαινεν Plb.4.71.10, ὥρμων Plb.16.34.12, c. inf. καταβαίνειν Agathin. en Orib.10.7.22.

Greek Monolingual

ἀμέλλητος, -ον (Α) μέλλω
ο γινόμενος δίχως αναβολή ή αυτός που δεν επιδέχεται αναβολή.

Greek Monotonic

ἀμέλλητος: -ον (μέλλω), αυτός που δεν μπορεί να αναβληθεί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμέλλητος: не терпящий промедления, неотложный (ἡ πρὸς τὸ καλὸν ὁρμή Luc.).

Middle Liddell

μέλλω
not to be put off, Luc.