ἀναπεμπάζομαι: Difference between revisions
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
(2) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναπεμπάζομαι:''' αποθ., [[καταμετρώ]], [[απαριθμώ]] [[ξανά]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀναπεμπάζομαι:''' αποθ., [[καταμετρώ]], [[απαριθμώ]] [[ξανά]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Dep., to [[count]] [[again]], [[count]] [[over]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 9 January 2019
English (LSJ)
A count again, count over, Pl.Ly.222e; think over, ponder over, Id.Lg.724b, Plu.2.605a, Ath.6.263b, al.; ἀ. ὅκωσπερ ὄναρ τὴν νοῦσον Aret.CA2.3, etc.:—Act. later in same sense, Lyc.9, 1470, AP11.382.12 (Agath.), Hld.3.5, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπεμπάζομαι: ἀποθ., ὑπολογίζω ἐκ νέου, λογαριάζω, Πλάτ. Λυσ. 222Ε: ἀναλογίζομαι, μελετῶ ἐκ νέου, ἐξετάζω, ὁ αὐτ. Νόμ. 724Β, Ἀθήν. κτλ: - μεταγεν. συγγραφ. συνήθως μεταχειρίζονται τὸ ἐνεργητικὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Λυκόφρ. 9, Ἀνθ. Π. 11. 382, Ἡλιόδ., κτλ.
Spanish (DGE)
I v. med. y ac. o abs. considerar, reflexionar τὰ εἰρημένα ἅπαντα ἀ. Pl.Ly.222e, cf. Lg.724b, Plu.2.605a, Ath.263b
•tb. act. ἀναπεμπάζων φρενί πυκνῇ Lyc.9, τὸν ὄνειρον Luc.Gall.5, τοὺς ὕθλους Luc.Philopatr.1, cf. AP 11.382 (Agath.), Hld.3.5.5, Synes.Regn.M.66.1104A
•v. med. ἀναπεμπάζεται δὲ ὅκως περ ὄναρ τὴν νοῦσον considera la enfermedad como un sueño Aret.CA 2.3.18.
II 1act. repetir ἀ. λόγον Lyc.1470.
2 med. emitir φθογγήν Apoll.Met.Ps.113.15.
3 ἀναπεμπάζει· ἀναπέμπει Hsch.
Greek Monolingual
ἀναπεμπάζομαι (Α)
υπολογίζω εκ νέου, αναλογίζομαι, μελετώ, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πεμπάζομαι «μετρώ στα πέντε δάχτυλα».
ΠΑΡ. μσν. ἀναπεμπασμός.
Greek Monotonic
ἀναπεμπάζομαι: αποθ., καταμετρώ, απαριθμώ ξανά, σε Πλάτ.