ἀντιδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀντιδέχομαι:''' получать взамен ([[τῖμος]], ὅντινα ἀντεδεξάμην Aesch.; φίλας χάριτας Eur.).
|elrutext='''ἀντιδέχομαι:''' получать взамен ([[τῖμος]], ὅντινα ἀντεδεξάμην Aesch.; φίλας χάριτας Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[receive]] or [[accept]] in [[return]], Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 16:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδέχομαι Medium diacritics: ἀντιδέχομαι Low diacritics: αντιδέχομαι Capitals: ΑΝΤΙΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: antidéchomai Transliteration B: antidechomai Transliteration C: antidechomai Beta Code: a)ntide/xomai

English (LSJ)

   A receive in return, A.Ch.916; ἀμοιβὰς κακάς Cat.Cod. Astr. 2.211; ἔδωκα κἀντεδεξάμην E.IA1222.

German (Pape)

[Seite 251] dagegen empfangen, Aesch. Ch. 903; Eur. I. A. 1222.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδέχομαι: ἀποθ., δέχομαί τι ἢ λαμβάνω ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ ἄλλου, ποῦ δῆθ’ ὁ τῖμος, ὅντιν’ ἀντεδεξάμην; Αἰσχύλ. Χο. 916· ἔδωκα κἀντεδεξάμην Εὐρ. Ι. Α. 1222.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεδεξάμην;
recevoir en échange.
Étymologie: ἀντί, δέχομαι.

Spanish (DGE)

1 recibir a su vez ποῦ δῆθ' ὁ τῖμος ὅντιν' ἀντεδεξάμην; A.Ch.916, φίλας χάριτας ἔδωκα κἀντεδεξάμην E.IA 1222, ἀμοιβὰς κακὰς παρ' αὐτῶν ἀντιδέξεται Cat.Cod.Astr.2.211.
2 cambiar por νυκτὸς ... σφυρὸν Ἰφίκλειον Call.Fr.75.45 (tm.).
3 recoger un refrán de otros, Basil.H.Myst.60.

Greek Monolingual

ἀντιδέχομαι (Α)
δέχομαι, παίρνω κάτι ως αντάλλαγμα.

Greek Monotonic

ἀντιδέχομαι: μέλ. -δέξομαι, αποθ., αποδέχομαι ή παραλαμβάνω ως αντάλλαγμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδέχομαι: получать взамен (τῖμος, ὅντινα ἀντεδεξάμην Aesch.; φίλας χάριτας Eur.).

Middle Liddell


Dep. to receive or accept in return, Aesch., Eur.