ἀπάντημα: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπάντημα:''' ατος τό встреча Eur. | |elrutext='''ἀπάντημα:''' ατος τό встреча Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀπαντάω]]<br />a [[meeting]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀπαντάω)
A meeting, E.Or.514. II chance, LXXEc.9.11.
German (Pape)
[Seite 278] τό, Begegnung, Eur. Or. 508.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάντημα: -ατος, τό, (ἀπαντάω) συνάντημα, οὐδ’ εἰς ἀπάντημ’, ὅστις αἷμ’ ἔχων κυρεῖ Εὐρ. Ὀρ. 514.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
rencontre.
Étymologie: ἀπαντάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 encuentro περᾶν ... εἰς ἀπάντημ' E.Or.514.
2 ocasión καιρὸς καὶ ἀ. LXX Ec.9.11.
Greek Monolingual
το (Α ἀπάντημα)
συνάντηση
αρχ.
τύχη, σύμπτωση.
Greek Monotonic
ἀπάντημα: -ατος, τό (ἀπαντάω), συνάντηση, συναπάντημα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάντημα: ατος τό встреча Eur.