ἀντίπνοος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀντίπνοος:''' стяж. [[ἀντίπνους]] 2 дующий навстречу, встречный ([[ἄπλοια]], v. l. [[αὔρα]] Aesch.).
|elrutext='''ἀντίπνοος:''' стяж. [[ἀντίπνους]] 2 дующий навстречу, встречный ([[ἄπλοια]], v. l. [[αὔρα]] Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀντιπνέω]]<br />caused by [[adverse]] winds, Aesch.: [[adverse]], [[hostile]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίπνοος Medium diacritics: ἀντίπνοος Low diacritics: αντίπνοος Capitals: ΑΝΤΙΠΝΟΟΣ
Transliteration A: antípnoos Transliteration B: antipnoos Transliteration C: antipnoos Beta Code: a)nti/pnoos

English (LSJ)

ον, contr. ἀντί-πνους, ουν,

   A caused by adverse winds, ἀντιπνόους . . ἀπλοίας A.Ag.147 (lyr.); στάσις ἀ. Id.Pr.1087 (lyr.). Adv. -νόως Tz. ad Lyc.739.

German (Pape)

[Seite 259] zsgz. -πνους, entgegenwehend, widrig, ἄπλοια Aesoh. Ag. 145; στάσις Prom. 1089; – adv. -πνόως, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ ὑπὸ ἐναντίων ἀνέμων προξενούμενος, ἀντιπνόους... ἀπλοίας (κατὰ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου, ἀντ. αὔρας, ἐναντίους ἀνέμους) Αἰσχύλ. Ἀγ. 149· στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα [τὰ πνεύματα τῶν ἀνέμων] ὁ αὐτ. Προμ. 1088. ― Ἐπιρρ. -νόως, τῶν ἀνέμων ἀντιπνόως ταραξάντων τὸ πέλαγος Τζέτζ. Λυκόφρ. 739.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
causé par un vent contraire.
Étymologie: ἀντί, πνέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): contr. -πνους A.Pr.1087
1 causado por vientos adversos, ἄπλοια A.A.147, στάσις A.Pr.l.c., αὔρη Nonn.D.5.275, cf. 11.438.
2 adv. -νόως deforma causada por vientos adversos Tz.ad Lyc.739.

Greek Monotonic

ἀντίπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που έχει προκληθεί από αντίθετους ανέμους, σε Αισχύλ.· ενάντιος, εχθρικός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίπνοος: стяж. ἀντίπνους 2 дующий навстречу, встречный (ἄπλοια, v. l. αὔρα Aesch.).

Middle Liddell

[from ἀντιπνέω
caused by adverse winds, Aesch.: adverse, hostile, Aesch.