ἀποχρήματος: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποχρήματος:''' разорительный, делающий нищим (ζημίαι Aesch.). | |elrutext='''ἀποχρήματος:''' разорительный, делающий нищим (ζημίαι Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[ἀχρήματος]]<br />[[ζημία]] ἀποχρ. a [[penalty]] but not of [[money]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ζημία ἀ. forfeiture
A of my inheritance, A.Ch.275.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχρήματος: -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ruineux.
Étymologie: ἀπό, χρῆμα.
Spanish (DGE)
(ἀποχρήμᾰτος) -ον
consistente en dinero, pecuniario ζημία A.Ch.277.
Greek Monolingual
ἀποχρήματος, -ον (Α)
φρ. «ἀποχρήματος ζημία» — αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία.
Greek Monotonic
ἀποχρήματος: -ον = ἀχρήματος· ζημία ἀποχρήματος, ποινή που δεν είναι χρηματική, ποινή που εκτίεται με αίμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχρήματος: разорительный, делающий нищим (ζημίαι Aesch.).