ἀποστερητής: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποστερητής:''' οῦ ὁ похититель, вор Plat., Arst. | |elrutext='''ἀποστερητής:''' οῦ ὁ похититель, вор Plat., Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀποστερέω]]<br />a [[depriver]], [[robber]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 9 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who withholds, Arist.EE1232a15; esp. one who withholds what is due, a defrauder, cheat, Pl.R.344b, POxy.745.7(i A.D.); ἀποστερητὴν ἀγοράσας ἀγρόν a farm that costs money instead of bringing it in, Com.Adesp.109.
German (Pape)
[Seite 327] ὁ, der Räuber, καὶ κλεπταί Plat. Rep. V, 344 b; com. bei Stob. flor. 57, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστερητής: -οῦ, ὁ. ὁ ἀποστερῶν κλέπτης, ληστὴς, Πλάτ. Πολ. 344Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3 4, 5· - ἀποστερητὴν ἀγοράσας ἀγρόν, ἀγρὸν ὅστις ἀπαιτεῖ δαπάνας χωρὶς νὰ φέρῃ εἰσόδημα, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. ἀποστερητικός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui prive de, spoliateur.
Étymologie: ἀποστερέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
defraudador, timador ref. al que no paga lo debido, Pl.R.344b, Arist.EE 1232a15, POxy.745.7 (I d.C.)
•fig. ἀ. ἀγρός campo que cuesta dinero en lugar de producirlo Com.Adesp.109.6.
Greek Monolingual
ἀποστερητής, ο (Α)
1. αυτός που αποστερεί από κάποιον κάτι
2. κλέφτης, άρπαγας.
Greek Monotonic
ἀποστερητής: -οῦ, ὁ, αυτός που αποστερεί, που υπεξαιρεί, ληστής, κλέφτης, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστερητής: οῦ ὁ похититель, вор Plat., Arst.