βουδόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(1b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βουδόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ нож для сдирания бычачьих шкур Babr.<br />обдирающий быков, т. е. мучительный для скота (ἤματα Hes.).
|elrutext='''βουδόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ нож для сдирания бычачьих шкур Babr.<br />обдирающий быков, т. е. мучительный для скота (ἤματα Hes.).
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουδόρος]] -ον [[βοῦς]], [[δέρω]] om ossen te villen.
}}
}}

Revision as of 17:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουδόρος Medium diacritics: βουδόρος Low diacritics: βουδόρος Capitals: ΒΟΥΔΟΡΟΣ
Transliteration A: boudóros Transliteration B: boudoros Transliteration C: voudoros Beta Code: boudo/ros

English (LSJ)

ον, (δέρω)

   A flaying oxen, galling, Hes.Op.504 (βούδορα codd., βουδόρα Sch.T.ll.17.550, cf. Eust.1117.53).    II for flaying, μάχαιρα Babr.97.7: as Subst., Hsch., prob. in Tim.Pers.28.    2 prov., β. νόμῳ of those who deserve flaying, Diogenian.3.66.

German (Pape)

[Seite 456] Rinder schindend, aufreibend, Hes. O. 502 ἤματα.

Greek (Liddell-Scott)

βουδόρος: -ον, (δέρω) ὁ δέρων, ἐκδέρων βοῦς, βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., μάχαιρα πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où l’on écorche les bœufs;
2βουδόρος couteau pour écorcher les bœufs.
Étymologie: βοῦς, δέρω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): βού- Eust.1117.53
1 desollador de bueyes, apto para desollar bueyes ἤματα Hes.Op.504, Sch.Er.Il.17.550, μάχαιραι Babr.97.7, en el inventario de objetos de un santuario IG 13.405.9 (V a.C.)
prov. βουδόρῳ νόμῳ dicho de los que merecen ser desollados, Diogenian.1.3.66, Phot.β 225, Hsch.
2 de cuero de buey ἐν ἀποτομάσι βουδόροισι en astiles (con correas) de cuero de buey Tim.15.28, cf. βουδόρῳ· ἀσκῷ Hsch.

Greek Monolingual

βουδόρος, -ον (Α)
1. αυτός που γδέρνει βόδια
2. ως ουσ. ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών
3. φρ. «βουδόρῳ νόμῳ» — γι' αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -δόρος < δορά < δέρω).

Greek Monotonic

βουδόρος: -ον (δέρω),
I. αυτός που γδέρνει, που βασανίζει τα βόδια, σε Ησίοδ.
II. ως ουσ., το μαχαίρι που χρησιμοποιείται για την εκδορά των βοδιών, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

βουδόρος: II ὁ нож для сдирания бычачьих шкур Babr.
обдирающий быков, т. е. мучительный для скота (ἤματα Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουδόρος -ον βοῦς, δέρω om ossen te villen.