βουθυσία: Difference between revisions
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(1b) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βουθῠσία:''' ион. βουθῠσίη ἡ тж. pl. принесение в жертву быков или коров Pind., Plut., Anth. | |elrutext='''βουθῠσία:''' ион. βουθῠσίη ἡ тж. pl. принесение в жертву быков или коров Pind., Plut., Anth. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βουθυσία]] -ας, ἡ, Ion. βουθυσίη [[βούθυτος]] offer van runderen. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 9 January 2019
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A sacrifice of oxen, IG14.830 (Puteoli), AP7.119, Porph. Abst.2.55; Ἥρας in her honour, Pi.N.10.23: in pl., Id.O.5.6, D.C. 46.40.
German (Pape)
[Seite 456] ἡ, Rinderopfer, Pind. N. 10, 23; plur., 5, 6 u. Sp., wie D. Sic. 1, 48.
Greek (Liddell-Scott)
βουθῠσία: ἡ, ἡ θυσία βοῶν, Συλλ. Ἐπιγρ.2336.10., 5853.11. Ἀνθ. ΙΙ. 7.119· Ἥρας, εἰς τιμὴν τῆς Ἥρας Πινδ. Ν. 10. 42· κατὰ πληθ. , ὁ αὐτ. Ο. 5.12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sacrifice de bœufs ou de génisses.
Étymologie: βοῦς, θύω.
English (Slater)
βουθῠσία
1 sacrifice of cattle βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις (O. 5.6) ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (τελεῖται δὲ κατὰ τὸ Ἄργος τὰ Ἥραια ἢ τὰ Ἑκατόμβαια διὰ τὸ ἑκατὸν βοῦς θύεσθαι τῇ θεῷ. Σ. (O. 7.152) ) (N. 10.23) ]δωροις βουθυ[ (possis [σι, [τ) Θρ. 7. 12.
Spanish (DGE)
(βουθῠσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη A.R.1.517 (proecdosis), AP 7.119
• Grafía: graf. βουθουσία IG 14.830.11 (Puteoli II d.C.)
sacrificio de ganado vacuno Ἥρας en honor de Hera Pi.N.10.23, βουθυσίην Ἑκάτοιο καταυτόθι δαινυμένοισι A.R.l.c., μολπὴ καὶ β. IStratonikeia 1.3, 8 (III a.C.), cf. INikaia 1503.13 (III d.C.)
•plu. Pi.O.5.6, D.S.1.48, D.C.46.40.1.
Greek Monolingual
βουθυσία, η (Α)
η τελετή θυσίας βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θυσία.
Greek Monotonic
βουθῠσία: ἡ, θυσία των βοδιών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βουθῠσία: ион. βουθῠσίη ἡ тж. pl. принесение в жертву быков или коров Pind., Plut., Anth.