λιπαρία: Difference between revisions
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῑπᾰρία:''' Ιων. [[λιπαρίη]], ἡ, [[επιμονή]], [[εμμονή]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''λῑπᾰρία:''' Ιων. [[λιπαρίη]], ἡ, [[επιμονή]], [[εμμονή]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῑπᾰρία, ἡ,<br />[[importunity]], [[persistence]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 January 2019
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A persistence, perseverance, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Hdt.9.21, cf. 70; importunity, Ael.Fr.61.
λῐπᾰρ-ία, ἡ, (λιπαρός)
A fatness, Dsc.1.40.
German (Pape)
[Seite 50] ἡ, die Fettigkeit, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λῑπᾰρία: Ἰων. -ίη, ἡ, (λιπαρής) ἐπιμονή, ἐμμονή, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 70, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
persistance, persévérance.
Étymologie: λιπαρής.
Greek Monolingual
(I)
λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) λιπαρώ
1. εμμονή, επιμονή
2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά.
(II)
λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) λιπαρός
πάχος, παχύτητα.
Greek Monotonic
λῑπᾰρία: Ιων. λιπαρίη, ἡ, επιμονή, εμμονή, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
λῑπᾰρία, ἡ,
importunity, persistence, Hdt.