ἐμφέρβομαι: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(4) |
(1ab) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμφέρβομαι:''' ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., [[νέμομαι]], τρέφομαι σε ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Μόσχ. | |lsmtext='''ἐμφέρβομαι:''' ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., [[νέμομαι]], τρέφομαι σε ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Μόσχ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=poet. ἐνιφ-<br />Pass. to [[feed]] in a [[place]], c. dat., Mosch. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 January 2019
English (LSJ)
poet. ἐνιφ-, Pass.,
A feed in, σταθμοῖς Mosch.2.80.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο ταῦρος οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80.
Greek Monolingual
ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α)
βόσκω μέσα σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., νέμομαι, τρέφομαι σε ένα μέρος, με δοτ., σε Μόσχ.