γυιοβόρος: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(nl) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=γυιοβόρος -ον [γυῖον, βιβρώσκω] die de ledematen verteert, hartverscheurend. | |elnltext=γυιοβόρος -ον [γυῖον, βιβρώσκω] die de ledematen verteert, hartverscheurend. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[γυῖον]], [[βιβρώσκω]]<br />[[gnawing]] the limbs, Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A gnawing the limbs, eating, μελεδῶναι (v.l. γυιοκόρος, dub. sens.) Hes.Op.66; πῦρ AP9.443 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 508] Glieder fressend, abzehrend, μελεδῶναι Hes. O. 66; Sp., λιμός, φροντίς, Paul. Sil. 7. 10 (V, 255. 264).
Greek (Liddell-Scott)
γυιοβόρος: -ον, ὁ τὰ μέλη καταβιβρώσκων, μελεδῶναι (διάφ· γραφ. γυιοκόρος, μετ᾿ ἀμφιβόλου σημασίας), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 66· πῦρ Ἀνθ. Π. 9. 443.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dévore les membres.
Étymologie: γυῖον, βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
que devora los miembros μύωψ Nonn.D.3.273, ἑλίκαι Nonn.D.9.264, σπινθήρ Nonn.D.48.59, νοῦσοι Nonn.Par.Eu.Io.3.14, μάστιξ Nonn.Par.Eu.Io.11.3
•fig. μελεδῶναι Hes.Op.66, cf. Opp.H.1.302, esp. ref. al amor βέλη AP 5.234 (Paul.Sil.), cf. 255.11, φροντίς AP 5.264 (Paul.Sil.), πῦρ AP 9.443 (Paul.Sil.).
Greek Monolingual
γυιοβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -βόρος (βλ. λ. βορά) (πρβλ. αιμοβόρος, κουροβόρος, κρεοβόρος)].
Greek Monotonic
γυιοβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει τα μέλη, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
γυιοβόρος: пожирающий члены, изнуряющий (μελεδῶναι Hes.; λιμός Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυιοβόρος -ον [γυῖον, βιβρώσκω] die de ledematen verteert, hartverscheurend.