δίστομος: Difference between revisions
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δίστομος:'''<br /><b class="num">1)</b> имеющий два отверстия или входа ([[πέτρα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> имеющий, два устья (sc. [[ποταμός]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> раздваивающийся: [[ἔνθα]] δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί Soph. где сходятся две дороги;<br /><b class="num">4)</b> обоюдоострый ([[φάσγανον]] Eur.). | |elrutext='''δίστομος:'''<br /><b class="num">1)</b> имеющий два отверстия или входа ([[πέτρα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> имеющий, два устья (sc. [[ποταμός]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> раздваивающийся: [[ἔνθα]] δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί Soph. где сходятся две дороги;<br /><b class="num">4)</b> обоюдоострый ([[φάσγανον]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δί-στομος, ον <i>adj</i> [[στόμα]]<br /><b class="num">I.</b> [[double]]-mouthed, with two entrances, Soph.; δίστομοι ὁδοί [[branching]] roads, Soph.<br /><b class="num">II.</b> of a [[weapon]], two-[[edged]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (στόμα)
A double-mouthed, with two entrances, πέτρα S.Ph.16; δ. ὁδοί double-branching roads, Id.OC 900; so of rivers with two mouths, Plb.34.10.5; with two harbours, Hsch. II of a weapon, two-edged, ξίφος E.Hel.983; πελέκεως γένυς Id.Fr.530.5.
German (Pape)
[Seite 643] doppelmündig; πέτρα, mit zwei Ausgängen, Soph. Phil. 16; ὁδοί O. R. 904, Doppelwege, die in einen zusammenlaufen; von Flüssen, Pol. 34, 10, 5; διῶρυξ Strab. XVII p. 809. Auch = zweischneidig, ξίφος, φάσγανον, Eur. Hel. 989 Or. 1303; μάχαιρα, N. T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. à deux bouches, càd :
1 à deux embouchures, à deux ouvertures;
2 à deux tranchants.
Étymologie: δίς, στόμα.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de boca doble ref. cuevas, caminos, etc. con una doble entrada o salida πέτρα S.Ph.16, δίστομοι ὁδοί caminos que concurren de una bifurcación, S.OC 900, de un lugar Φλιά δ. PIFAO 2.31.8 (II d.C.) en BL 8.152, de Epidauro, Hsch.
•de ríos con doble desembocadura Plb.34.10.5, Str.3.1.9, 4.3.3, Arr.An.5.4.1, Nonn.D.26.225, διῶρυξ Str.17.1.35, πηγή Nonn.D.3.165
•subst. τὸ δ. doble boca, doble desembocadura n. de un dispositivo que daba salida a sendos canales de irrigación, en el n. pr. Πτολεμαὶς ἡ ἐπὶ τοῦ Διστόμου Ptolemaide sobre la doble boca otro n. de Πτολεμαὶς Ὅρμου en el Fayum PMich.Zen.48.3 (III a.C.)
•de dos bocas de una serpiente con dos cabezas ἀμφίσβαινα Nonn.D.5.146.
2 de armas de doble filo ξίφος E.Hel.983, 1044, cf. Procop.Arc.7.15, φάσγανα E.Or.1303, πελέκεως ... γένυς E.Fr.530.5, cf. Hld.3.1.3, μάχαιρα LXX Pr.5.4, Ep.Hebr.4.12, Clem.Al.Paed.3.11.68, ῥομφαία LXX Ps.149.6, Apoc.1.16, 2.12, ἀξίναι Sch.Er.Il.23.851.
3 fig. dudoso, ambiguo χάρις Gr.Naz.M.37.775A.
II subst. ἡ δ. hacha de doble filo δίστομον ἀντιβίην Κορυβαντίδα τινάσσων Nonn.D.30.141.
English (Strong)
from δίς and στόμα; double-edged: with two edges, two-edged.
English (Thayer)
δίστομον (δίς and στόμα), having a double mouth, as a river, Polybius 34,10, 5; (ὁδοί i. e. branching, Sophocles O. C. 900). As στόμα is used of the edge of a sword and of other weapons, so δίστομος has the meaning two-edged: used of a sword in ξίφος, Euripides, Hel. 983.
Greek Monolingual
-η, ο (AM δίστομος, -ον)
(για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος
αρχ.
(για σπήλαια, ποταμούς κ.λπ.) εκείνος που έχει δύο στόμια
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο δίστομος
σύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε πέτρες, φύκια και υδρόζωα
2. το ουδ. ως ουσ. το δίστομο
παρασιτικό σκουλήκι της οικογένειας τών διστομιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στομος < στόμα.
Greek Monotonic
δίστομος: -ον (στόμα),·
I. αυτός που έχει δύο στόματα, αυτός που έχει δύο εισόδους, σε Σοφ.· δίστομοι ὁδοί, δρόμοι που χωρίζονται στα δύο, που διακλαδίζονται, στον ίδ.
II. λέγεται για όπλο, δίκοπος, αυτός που έχει δύο αιχμές, δίστομος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δίστομος:
1) имеющий два отверстия или входа (πέτρα Soph.);
2) имеющий, два устья (sc. ποταμός Polyb.);
3) раздваивающийся: ἔνθα δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί Soph. где сходятся две дороги;
4) обоюдоострый (φάσγανον Eur.).
Middle Liddell
δί-στομος, ον adj στόμα
I. double-mouthed, with two entrances, Soph.; δίστομοι ὁδοί branching roads, Soph.
II. of a weapon, two-edged, Eur.