ἐκπέραμα: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκπέρᾱμα:''' ατος τό выход: [[τρίτον]] τόδ᾽ ἐ. δωμάτων [[καλῶ]] Aesch. я вот уж третий раз зову, чтобы кто-л. вышел из дома. | |elrutext='''ἐκπέρᾱμα:''' ατος τό выход: [[τρίτον]] τόδ᾽ ἐ. δωμάτων [[καλῶ]] Aesch. я вот уж третий раз зову, чтобы кто-л. вышел из дома. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐκπέρᾱμα, ατος, τό,<br />a [[coming]] out of, δωμάτων Aesch. [from [[ἐκπεράω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A coming out of, δωμάτων A.Ch.655.
German (Pape)
[Seite 772] τό, der Ausgang, das Herauskommen, δωμάτων Aesch. Ch. 644.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέρᾱμα: τό, τὸ νὰ περάσῃ ἢ νὰ ἔλθη τις, τρίτον τόδ’ ἐκπέραμα δωμάτων καλῶ, «τρίτον ἤδη ἐκπερᾶσαί τινα ἐκ τῶν δωμάτων καλῶ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 655.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sortie.
Étymologie: ἐκπεράω.
Spanish (DGE)
(ἐκπέρᾱμα) -ματος, τό
salida τρίτον τόδ' ἐ. δωμάτων καλῶ te llamo por tercera vez para que salgas del palacio A.Ch.655.
Greek Monolingual
ἐκπέραμα, το (Α)
το να περάσει, να έλθει κάποιος.
Greek Monotonic
ἐκπέρᾱμα: τό, πέρασμα, έξοδος από..., δωμάτων, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπέρᾱμα: ατος τό выход: τρίτον τόδ᾽ ἐ. δωμάτων καλῶ Aesch. я вот уж третий раз зову, чтобы кто-л. вышел из дома.
Middle Liddell
ἐκπέρᾱμα, ατος, τό,
a coming out of, δωμάτων Aesch. [from ἐκπεράω