ἐπίξυνος: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίξῡνος:''' находящийся в общем владении, общественный ([[ἄρουρα]] Hom.). | |elrutext='''ἐπίξῡνος:''' находящийся в общем владении, общественный ([[ἄρουρα]] Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπί-ξῡνος, ον poet. for [[ἐπίκοινος]],]<br />a [[common]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, poet. for ἐπίκοινος, ἐ. ἄρουρα a
A common field, in which several persons have rights, Il.12.422.
German (Pape)
[Seite 967] poet. = ἐπίκοινος, z. B. ἄρουρα, ein Gemeindefeld, Il. 12, 422.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίξῡνος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐπίκοινος, ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ, «κοινοὺς τοὺς ὅρους ἐχούσῃ» (θ. Γαζῆς), Ἰλ. Μ. 442· πρβλ. ἐπινομία.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
possédé en commun.
Étymologie: ἐπί, ξυνός.
Greek Monolingual
ἐπίξυνος, -ον (ποιητ. τ. του ἐπίκοινος) (Α) ξυνός
αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί («ἐπίξυνος ἄρουρα», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπίξῡνος: -ον, ποιητ. αντί ἐπίκοινος, κοινός, συνήθης, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίξῡνος: находящийся в общем владении, общественный (ἄρουρα Hom.).