ἡβητήριον: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡβητήριον:''' τό гебетерий, место для собраний и увеселений молодежи Plut. | |elrutext='''ἡβητήριον:''' τό гебетерий, место для собраний и увеселений молодежи Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἡβητήριον]], ου, τό,<br />a [[place]] [[where]] [[young]] [[people]] [[meet]], to eat and [[drink]], [[exercise]] and [[amuse]] [[themselves]], Plut. [from [[ἡβητής]] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 9 January 2019
English (LSJ)
τό,
A a place where young people meet, for exercise and amusement, Plu.Pomp.40,53, Ath.10.425e, D.C.61.17, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1149] τό, Versammlungsort junger Leute, gew. der Vergnügungsort, Lustort, Plut. Pomp. 40. 53; Ath. X, 438 b (Her. hat dafür ἐνηβητήριον), der auch ibd. 425 e bemerkt, daß die συμπόσια so genannt werden; aber auch zu wissenschaftlichen Uebungen, παιδευτήριον, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἡβητήριον: τό, τόπος ἔνθα νέοι συνερχόμενοι ἤσθιον, ἔπινον, ἠσκοῦντο καὶ διεσκέδαζον, Πλούτ. Πομπ. 40. 53, πρβλ. Ἀθήν. 425E, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de réunion et de divertissement pour la jeunesse.
Étymologie: ἡβάω.
Greek Monolingual
ἡβητήριον, τὸ (Α) ηβητήρ
1. τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι έφηβοι για γυμναστική ή διασκέδαση, παιχνίδι
2. συμπόσιο.
Greek Monotonic
ἡβητήριον: τό, μέρος στο οποίο συναντώνται οι νέοι για να φάνε και να πιουν, για να ασκηθούν και να ψυχαγωγηθούν, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἡβητήριον: τό гебетерий, место для собраний и увеселений молодежи Plut.
Middle Liddell
ἡβητήριον, ου, τό,
a place where young people meet, to eat and drink, exercise and amuse themselves, Plut. [from ἡβητής